Skip to main content

Α-πορούμε ώστε να πορευόμαστε.

Ο χρόνος αναπηδά στα νησιά του (Ανάργυρου) Διομήδη

Διαβάζοντας για τα κατορθώματα του Μακεδόνα εξερευνητή των Αλεούτιων Νήσων και πρώτου -de facto- κυβερνήτη της (ρωσικής τότε Αλάσκα) Ευστράτιου Ντελάροβ (Ο πρώτος Κυβερνήτης της Αλάσκα ήταν Έλληνας), συνάντησα και την αναφορά της ανακάλυψης το 1728 των δύο Διομήδειων Νήσων (Diomede Islands, острова́ Диоми́да) από τον Ρώσο εξερευνητή (δανικής καταγωγής) Βίτους Μπέρινγκ (Vitus Bering, 1681-1741).

   

Η θέση των δύο νησιών είναι πολύ ιδιαίτερη: βρίσκονται στη μέση του Βερίγγειου Πορθμού και η μία νήσος, η μεγαλύτερη, με το όνομα Μεγάλο Διομήδη (επίσης ImaqliqNunarbuk ή Νησί Ρατμάνοβ) ανήκει στη Ρωσία, ενώ η άλλη η μικρότερη νήσος, η Μικρή Διομήδη (επίσης Νησί Κρούζενστερν ή Inaliq), είναι μέρος της Πολιτείας της Αλάσκα. Συνεπώς, είναι το σημείο επαφής των δύο γιγάντιων χωρών και τέως ανταγωνιστριών υπερδυνάμεων. Ο διαχωρισμός κυριαρχίας μεταξύ των δύο νησιών καθορίστηκε κατά την πώληση της Αλάσκα το 1867.

Την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου οι ιθαγενείς κάτοικοι της Μεγάλης Διομήδη μεταφέρθηκαν στην Καμτσάτκα και το 1948 το νησί έγινε στρατιωτική βάση. Μετά τη διάλυση της ΕΣΣΔ στο νησί έχουν μείνει μόνο μερικοί Ρώσοι στρατιωτικοί φρουροί και επιστήμονες που επανδρώνουν τον μετεωρολογικό σταθμό. Αντίθετα, η Μικρή Διομήδη δεν έπαψε να κατοικείται από τους ιθαγενείς Ινούπιατ (σήμερα απογράφονται περί τους 115 μόνιμοι κάτοικοι). Οι δύο πληθυσμοί έχουν την ίδια καταγωγή και υπήρχαν συγγενείς μεταξύ των κατοίκων των δύο νησιών, αφού τα 3,8 χιλιόμετρα που χωρίζουν τα δύο νησιά είναι διαβατά πεζή το χειμώνα, όταν η θάλασσα παγώνει. 

Μπορεί λοιπόν κανείς να πάει περπατώντας από τη Ρωσία στις ΗΠΑ(!) και τ’ ανάπαλιν μέσα σε λίγη ώρα. Λόγω αυτής της γεωπολιτικής διχοτόμησης, η Διεθνής Γραμμή Ημερομηνίας (International Date Line), η οποία κανονικά βρίσκεται στον μεσημβρινό με γεωγραφικό μήκος 180° (ο μεσημβρινός αυτός περνά πάνω από το δυτικό άκρο της Σιβηρίας, πάνω από τη Χερσόνησο Τσούκτσι), αποφασίστηκε για γεωπολιτικούς λόγους να περνά ακριβώς ανάμεσα στα δύο νησιά, στον μεσημβρινό με γεωγραφικό μήκος -169° περίπου.

Λόγω της γεωγραφικής τους εγγύτητας, αν ακολουθούσαν τον ηλιακό χρόνο (solar time), αυτόν δηλαδή της φυσικής παρατήρησης του ήλιου, τα δύο νησιά δεν θα είχαν κάποια μετρήσιμη διαφορά ώρας. Επειδή όμως βρίσκονται σε διπλανές αλλά διαφορετικές χρονικές ζώνες (βλέπε παρακάτω) και κανονικά θα έπρεπε να έχουν μία (μόνον) ώρα διαφοράς, εντούτοις έχουν τρεις ωρολογιακές ώρες διαφορά.

Αυτό συμβαίνει επειδή:

α. Η Μεγάλη Διομήδη απέχει +12 ώρες από την ώρα Γκρήνουιτς (βρίσκεται στη χρονική ζώνη GMT+12, ενώ κανονικά θα έπρεπε να είναι στη χρονική ζώνη GMT-12).

β. Η Μικρή Διομήδη απέχει -κατά συνθήκη- μόνο 9 ώρες από την ώρα Γκρήνουιτς (είναι στη χρονική ζώνη GMT-9).

Δηλαδή, Μεγάλη Διομήδη βρίσκεται πολύ ανατολικότερα του μεσημβρινού των 180°, ενώ η Μικρή Διομήδη, ως μέρος της Πολιτείας της Αλάσκα, ακολουθεί την ώρα της πρωτεύουσας Anchorage.[1] 

Ξεκινώντας έτσι κάποιος από τη Μεγάλη Διομήδη τα μεσάνυχτα (μόλις ξεκινά η νέα ημέρα) και διασχίζοντας την απόσταση μεταξύ των δύο νησιών προς την ανατολή, φτάνοντας στη Μικρή Διομήδη η ώρα είναι ακόμη τρεις το πρωί, της προηγούμενης όμως μέρας. Αντίθετα, ξεκινώντας από τη Μικρή Διομήδη στις 3 το πρωί, τότε φτάνοντας στη Μεγάλη Διομήδη η μέρα έχει ήδη αλλάξει. Γι' αυτό το λόγο η Μεγάλη Διομήδη λέγεται και Νήσος του Αύριο (Tomorrow Island) ενώ η Μικρή Διομήδη ονομάζεται αντίστοιχα Νήσος του Χτες (Yesterday Island). Η Μεγάλη Διομήδη βρίσκεται δηλαδή πάντα μια ημερολογική ημέρα μπροστά από τη Μικρή Διομήδη.

Να που το όνειρο του ανθρώπου να ταξιδέψει στο χρόνο γίνεται εφικτό στις Διομήδες Νήσους (και αλλού κατά μήκος της Διεθνούς Γραμμής Ημερομηνίας χωρίς υπερβάσεις της ταχύτητας του φωτός και χωρίς παραβιάσεις του βέλους του χρόνου και της αιτιότητας· χωρίς ούτε δημιουργικές λογοτεχνικές φαντασιώσεις ούτε φιλοσοφικές ακροβασίες [2]. Μια σύμβαση μέτρησης του χρόνου και μια γραμμή που να χωρίζει τη γήινη σφαίρα σε δύο -ίσα περίπου- ημισφαίρια αρκεί!

Οι καημένοι οι Ινούπιατ των παλαιότερων γενεών, περνούσαν ανυποψίαστοι από το ένα νησί στο άλλο, με τη καθημερινή ζωή τους να ρυθμίζεται από τον ήλιο και από τη φύση. Δεν μπορούσαν να φανταστούν πως κάποια εποχή ο ανθρώπινος πολιτισμός θα διεύρυνε τον χώρο κίνησης του ανθρώπου, πέρα από αποστάσεις όπου η Γη φαίνεται (και για όλους του πρακτικούς λόγους είναι) επίπεδη, πέρα δηλαδή από έναν γεωγραφικό χώρο όπου όλοι οι άνθρωποι βιώνουν τον ίδιο -σχεδόν- ηλιακό χρόνο.

Οι απλοί ψαράδες Ινούπιατ έμαθαν απότομα τις συνέπειες της σύγχρονης τεχνολογίας και της οικονομικής ενοποιήσης του παγκόσμιου γεωγραφικού χώρου, όταν τα μεγάλα σύγχρονα κράτη διαίρεσαν τη διάρκεια της μέρας σε 24 ίσες «φέτες χρόνου» ανά ημέρα [3], τις οποίες ονόμασαν ώρες· Έπρεπε τώρα να μάθουν ότι οι αυτές οι «φέτες χρόνου» θ' αντιστοιχούσαν και σε ίσες «φέτες χώρου» ανάμεσα σε δύο μεσημβρινούς, τις οποίες ονόμασαν χρονικές ζώνες (ή ωριαίες ζώνες)· ότι η κβάντιση στο χρόνο συμβαδίζει και με την κβάντιση στο χώρο. Το σύμπλεγμα των νησιών τους κόπηκε έτσι στα δυο, με ένα ορατό γεωπολιτικό σύνορο στο χώρο και ένα αόρατο ωρολογιακό σύνορο στο χρόνο. 

Η τμηματική επιπεδοποίηση της σφαίρας (η κβάντιση στο χώρο και στο χρόνο), οδηγεί σε τοπικές ασυνέχειες και σε αποκλίσεις από τη βίωση του ηλιακού χρόνου «στη φυσική του ώρα», την ώρα δηλαδή της φυσικής παρατήρησής του.

  1. Όπου και αν βρίσκεσαι μέσα στην ωριαία ζώνη (στο «επίπεδο» τμήμα της Γης) έχεις αναγκαστικά τον ίδιο συμβατικό «ηλιακό» χρόνο. Λόγω του ίδιου συμβατικού «ηλιακού» χρόνου (της ίδιας ωριαίας ζώνης), ο Ήλιος «μεσουρανεί» τόσο στη Ρόδο όσο και στη Ζάκυνθο την ίδια ωρολογιακή ώρα, παρότι οι δύο περιοχές έχουν διαφορά γεωγραφικού μήκους 8,3° περίπου και έτσι η Ζάκυνθος παρατηρεί το δικό της -πραγματικό- μεσουράνημα περίπου 33 λεπτά της ώρας αργότερα. Επειδή έχουμε στριμώξει όλη την ελληνική επικράτεια σε μια μόνο ωριαία ζώνη, γι' αυτό και μεσημεριάζει την ίδια ωρολογιακή ώρα από άκρη σε άκρη της Ελλάδας. Ανάλογα συγχρονίζονται όσοι ανά τον πλανήτη βρίσκονται μέσα στην -οποιαδήποτε- ίδια ωριαία ζώνη, ακολουθώντας όλοι τον ίδιο συμβατικό ωρολογιακό χρόνο της ωριαίας ζώνης τους.
  2. Προχωρώντας από ζώνη σε ζώνη, κερδίζεις ή χάνεις μια ωρολογιακή ώρα, ανάλογα με το αν κινείσαι προς τα δυτικά ή προς τα ανατολικά αντίστοιχα· σα να ανεβαίνεις ή να κατεβαίνεις ένα «χρονικό σκαλί» τη φορά. Αν προχωρώντας δυτικά διασχίζεις το όριο μεταξύ δύο ζωνών, τότε ο ωρολογιακός χρόνος γυρίζει πίσω κατά μια ώρα, την οποία «κερδίζεις». Το αντίστροφο συμβαίνει όταν κινείσαι ανατολικά. Περνώντας έτσι από τη Σάμο στην απέναντι ακτή της Μικρασίας, που απέχει μόλις μερικές εκατοντάδες μέτρα, βάζουμε τα ρολόγια μας (τον συμβατικό χρόνο) μια ώρα πίσω γιατί η Τουρκία έχει ορίσει διαφορετική ζώνη από την Ελλάδα. Αυτού του είδους η ασυνέχεια είναι πιο αφύσικη και παρατηρείται πιο συχνά στην καθημερινότητά μας, σε σχέση με τη μικρή απόκλιση στην φυσική παρατήρηση του ηλιακού χρόνου που είδαμε πιο πριν, καθώς σήμερα ταξιδεύουμε όλο και περισσότερο μεταξύ των διάφορων ωριαίων ζωνών. 
  3. Η σφαιρικότητα της Γης (η κυκλικότητα στο χώρο) επιβάλλει και την κυκλικότητα στο χρόνο (της ημερολογιακής μέρας) και συνεπώς απαιτεί τον καθορισμό ενός συγκεκριμένου μεσημβρινού όπου η ημερομηνία αλλάζει αναγκαστικά απότομα (ασυνεχώς) μεταξύ των δύο πλευρών του.

 Ας το δούμε και σχηματικά, φτιάχνοντας μια νοητή κλίμακα (σκάλα) της ροής του χρόνου:

Ο φυσικός χρόνος ρέει σταθερά και χωρίς ασυνέχειες για τα μαύρα ανθρωπάκια που «ανεβαίνουν» σταθερά,  στο κεκλιμένο επίπεδο του -πράσινου- βέλους του αληθινού, φυσικού παγκόσμιου χρόνου, άσχετα με την οποιαδήποτε ταχύτητα κινούνται στον φυσικό γεωγραφικό τους χώρο. Ο Ήλιος μεσουρανεί για τον καθένα τους πάνω από το κεφάλι του, όπου και αν βρίσκονται. Ο καθένας τους έχει το δικό του ιδιόχρονο (θα δούμε την έννοια του ιδιόχρονου πιο κάτω), και επίσης μετρά τον ηλιακό χρόνο κατά το φυσικό τρόπο, συγχρονισμένος δηλαδή με τις κινήσεις του Ήλιου.

Για τα λευκά ανθρωπάκια, που βρίσκονται ή κινούνται στα «οριζόντια επίπεδα» που αντιστοιχούν στις ωριαίες ζώνες (περιοχές με τον ίδιο συμβατικό χρόνο), ο χρόνος ρέει παντα ομοιόμορφα εντός της ωριαίας ζώνης τους. Έχοντας όμως συμφωνήσει μεταξύ τους να μετρούν τον ηλιακό χρόνο μέσα στην ωριαία ζώνη κατά συμβατικό τρόπο, ως ωρολογιακό χρόνο, αυτός ο ωριαίος χρόνος τώρα κάνει «άλματα» όταν τα ανθρωπάκια περνούν από το ένα «επίπεδο» στο άλλο (μπρος ή πίσω, ανάλογα με τη φορά της κίνησης όπως είπαμε).

Σαν φτάσεις όμως στην κορυφή της κλίμακας τότε, εξ αιτίας της σφαιρικότητας της Γης, αντί να διασχίσεις το χρόνο προς ένα επόμενο «σκαλί» (όπως συμβαίνει με τον ιδιόχρονό μας και όπως συμβαίνει για τον πραγματικό ηλιακό χρόνο για τα μαύρα ανθρωπάκια), το επόμενο βήμα προς τα εμπρός στέλνει τον ωρολογιακό χρόνο πίσω στον πάτο (σαν το φίδι που δαγκώνει την ουρά του), 24 ώρες πίσω!

Λόγω της συμβατικής συμφωνίας της παγκόσμιας πολιτικής κοινωνίας ανθρώπων, δηλαδή μεταξύ των σύγχρονων Κρατών, για τη μέτρηση του ηλιακού χρόνου, όσοι βρίσκονται μέσα στα γεωγραφικά όρια δικαιοδοσίας τού εκάστοτε Κράτους, σε μια «επικράτεια» όπως λέγεται, ρυθμίζουν τα ρολόγια τους όχι με τον 'Ηλιο (όχι με τον φυσικό ηλιακό χρόνο), αλλά με έναν άλλο συμβατικό «διοικητικό» χρόνο, έναν ωρολογιακό χρόνο. Σαν ο Ήλιος να «διατάσσεται» να μεσουρανεί μόνο πάνω από κάποιο κεντρικό γεωγραφικό μήκος, συνήθως αυτό που εξυπηρετεί διοικητικά και οικονομικά την πρωτεύουσα του Κράτους. Όσο πιο μακριά βρίσκεται κανείς από αυτό το κεντρικό σημείο, τόσο πιο πολύ έντονα βιώνει την απόκλιση από τον φυσικό ηλιακό χρόνο. Για παράδειγμα, αν μια επικράτεια παραήταν εκτεταμένη ως προς το γεωγραφικό μήκος (βλ. πιο κάτω για την Κίνα), τότε όσοι θα βρίσκονταν στα ακρότατα όριά της θα έβλεπαν πολύ μεγάλες αποκλίσεις ως προς το χρονισμό των κινήσεων του Ήλιου. Θα μπορούσε πχ. ν' ανατέλλει ο Ήλιος ακόμη και τα μεσάνυχτα.

Κάθε ωριαία ζώνη ορίζεται «κατ' αρχάς» μεταξύ δύο μεσημβρινών που απέχουν κατά 15° και έτσι έχει γεωγραφικό μήκος 15° (360°/24=15°), σε αντιστοιχία με τις 24 ώρες της ημέρας.

Κάθε Κράτος, ανάλογα με το -κατά γεωγραφικό μήκος- μέγεθός του, διαλέγει τη ωριαία ζώνη του επίσημου «διοικητικού» χρόνου του.

Εντούτοις, για λόγους διοικητικούς, οικονομικούς ή πολιτικούς ή διπλωματικούς, η επίσημη διοικητική ώρα μπορεί να επιλεγεί έτσι ώστε να απέχει κατά πολύ από ό,τι συστήνει η γεωγραφία. Η Γροιλανδία για παράδειγμα, παρ' ότι εκτείνεται σε 5 χρονικές ζώνες, έχει την ίδια ώρα σε όλη την επικράτειά της. Μάλιστα έχει επιλεγεί η πιο «ανατολική» της χρονική ζώνη, ώστε να είναι κοντύτερα σε αυτή της Δανίας, στην οποία ανήκει ως έδαφος. Η Κίνα είναι μια άλλη ακραία περίπτωση: αν και επίσης εκτείνεται σε τέσσερις τουλάχιστον ζώνες, έχει επιλέξει επίσης μία μόνο ζώνη για όλη την επικράτειά της, αυτή που είναι πιο κοντά στον ηλιακό χρόνο του Πεκίνου. Όταν ο Ήλιος ανατέλλει στις 7 το πρωί στο Πεκίνο, στα σύνορα της Δυτικής Κίνας είναι ακόμα βαθιά νύχτα και πρέπει να περιμένουν μέχρι τις 10 το πρωί για να ανατείλει ο Ήλιος και εκεί. Για μια τόσο πυκνοκατοικημένη χώρα, με τόσο έντονη οικονομική δραστηριότητα απ’ άκρη σ’ άκρη και όσο διασυνδεδεμένη οικονομικά και διπλωματικά με τις γύρω της χώρες, η στρέβλωση που βιώνουν οι πολίτες της -κυρίως στα δυτικά- μπορεί να δικαιολογηθεί μόνο από εσωτερικούς πολιτικούς λόγους.

Άλλες μεγάλες σε μέγεθος χώρες (κατά το γεωγραφικό μήκος πάντα, γιατί η Χιλή ας πούμε, παρότι μεγάλη σε έκταση, είναι μια σχετικά στενή χώρα που εκτείνεται από Βορρά προς Νότο μόνο), επιλέγουν να μην προκαλέσουν τέτοιες στρεβλώσεις. Η λύση είναι να ορίσουν περισσότερες από μια ωριαίες ζώνες, με κατάλληλο τρόπο ώστε να μην υπάρχει μεγάλη απόκλιση μεταξύ ηλιακού και ωρολογιακού χρόνου μεταξύ των ανατολικών και δυτικών άκρων τους. Οι ΗΠΑ πχ. έχουν 6 ζώνες (4 ζώνες για τις 48 αρχικές Πολιτείες και άλλες δύο για την Αλάσκα και για τη Χαβάη), ενώ η Ρωσία 9 ζώνες (η μεγαλύτερη χώρα του κόσμου έχει φυσικά και τι περισσότερες ζώνες). Με αυτόν τον τρόπο βέβαια δεν αποφεύγονται οι ωριαίες ασυνέχειες εντός της επικράτειάς τους, όταν περνάμε από τη μία ωριαία ζώνη στην άλλη (δεν μπορεί να τα έχεις όλα!).

Έχοντας μιλήσει για το πώς λειτουργεί το πράγμα με τις ωριαίες ζώνες, ας δούμε τώρα τόσο την πρακτική του αναγκαιότητα όσο και την ιστορική του εξέλιξη.

Ακόμα και στις πιο πρωτόγονες μικροκοινωνίες, οι άνθρωποι έπρεπε να ορίσουν τον τόπο και τον χρόνο για τις μεταξύ τους συναντήσεις, επικοινωνίες και συναλλαγές, με τρόπο ώστε και ο τόπος και η ώρα να είναι κοινά αντιληπτοί και κοινά μετρήσιμοι. Για τον χρόνο, ο εμφανής και φυσικός τρόπος μέτρησης ήταν οι κινήσεις του Ήλιου (και του φεγγαριού και των άστρων τη νύχτα), δηλαδή ο ηλιακός χρόνος.

Με τις ταχύτητες μετακίνησης και επικοινωνίας από τόπο σε τόπο που ίσχυαν μέχρι ακόμη και τον 18ο αιώνα, δεν φάνηκε η ανάγκη ενός ευρύτερου συγχρονισμού μεταξύ μεγαλύτερων αποστάσεων: οι εργάτες ξεκινούσαν τη δουλειά στο εργαστήρι με το ξημέρωμα· οι έμποροι έστελναν το εμπόρευμα με το κάρο, ας πούμε, για να είναι στον προορισμό του την άλλη μέρα πριν το σούρουπο· το αλώνισμα έπρεπε να τελειώσει «πριν ανέβει ο ήλιος δυο καντάρια» [4]· ξεκινώντας από το χωριό με σκοπό να φτάσεις στην πόλη το ξημέρωμα, ξεκινούσες νύχτα ακόμα, με σημάδι την ανατολή ενός αστεριού στο νυχτερινό ουρανό [5].  

Μετά τον 17ο αιώνα, στις πιο πλούσιες και πολυάνθρωπες πόλεις της Ευρώπης άρχισαν να στήνονται μεγάλα μηχανικά ρολόγια σε περίβλεπτα, ψηλά κτίρια, πυργίσκους ή καμπαναριά. Ως τα μέσα του 19ου αιώνα οι άνθρωποι μπορούσαν συνήθως να συντονίσουν την εργασία και την επικοινωνία τους με τέτοια κοινοτικά ρολόγια. Περισσότερο άκουγαν πάντως (με τις κωδωνοκρουσίες [6]) παρά έβλεπαν το χρόνο. Κάθε πόλη μετρούσε έτσι το δικό της χρόνο, συνήθως τον δικό της ηλιακό χρόνο (εκτός αν είχε επιλέξει να συντονιστεί με κάποια πρωτεύουσα).

Έπρεπε να έρθει ο σιδηρόδρομος να ενοποιήσει οικονομικά έναν πολύ ευρύτερο γεωγραφικό χώρο, ώστε να φανεί η ανάγκη και η χρησιμότητα του συγχρονισμού. Τόσο στη Βρετανία όσο και στις ΗΠΑ, που ήταν χώρα με μακρινές αποστάσεις και όπου ο σιδηρόδρομος αναπτύχθηκε από ιδιώτες, κάθε σιδηροδρομική εταιρία είχε δικό της χρόνο (συνήθως, τον ηλιακό χρόνο στην πόλη της έδρας της). Γι’ αυτό και ο συντονισμός των δρομολογίων ήταν πολύπλοκος και κάθε εταιρία εξέδιδε πίνακες με τους δικούς της ωρολογιακούς χρόνους άφιξης και αναχώρησης. Μάλιστα, λόγω της έλλειψης συγχρονισμού συνέβησαν επίσης και αρκετά ατυχήματα.

Χρειαζόταν επίσης να έρθει ο τηλέγραφος στα μέσα του 19ου αιώνα ώστε μπορεί κανείς να στέλνει μηνύματα και να επικοινωνεί χωρίς καμιά -στην πράξη- καθυστέρηση πολύ πέρα από το οπτικό πεδίο. Μπορούσαν πλέον να συγχρονίζονται αλάθητα δυο άνθρωποι, όσο μακριά και αν βρίσκονταν. 

Με την οικονομική ενοποίηση και την νεοφανή αμεσότητα της επικοινωνίας οι χώρες ξεκίνησαν να ορίζουν έναν κεντρικό "διοικητικό" χρόνο. Η πατρότητα της ιδέας της διαίρεσης σε 24 χρονικές ζώνες ανήκει στον Ιταλό μαθηματικό Quirico Filopanti (1858). Αλλά μόνο αργότερα, το 1876, προωθήθηκε προς εφαρμογή η νέα πρόταση του Καναδού Sir Sandford Fleming για την εγκαθίδρυση ενός συστήματος Πρότυπου ΧρόνουStandard Time») 24 χρονικών ζωνών (Sandford Fleming § Inventor of worldwide standard time).

Για ιστορικούς λόγους (πρωτοκαθεδρία της παγκοσμιοποιημένης Βρετανικής Αυτοκρατορίας), έγινε δεκτό από τις χώρες που παραβρίσκονταν στη Συνδιάσκεψη για το Διεθνή Μεσημβρινό (International Meridian Conference), η οποία συγκλήθηκε στο 1884 στην πρωτεύουσα των ΗΠΑ, Washington DC, να οριστεί ο Πρώτος Μεσημβρινός (Prime Meridian, με το γεωγραφικό μήκος 0°), αυτός που περνούσε από το προάστιο Γκρήνουιτς του Λονδίνου, όπου είχε την έδρα του το Βασιλικό Αστεροσκοπείο. Από εκεί ορίστηκε να ξεκινά η μέτρηση της διαφοράς ώρας μεταξύ των ωριαίων ζωνών: συν (+) μέχρι 12 ώρες προς τα Ανατολικά (δηλαδή πρέπει να προσθέσεις ώρες, γιατί αυτές οι περιοχές ανήκουν στο παρελθόν του Γκρήνουιτς) και μείον (-) μέχρι 12 ώρες προς τα Δυτικά του (θ' αργήσει ο ήλιος του Γκρήνουιτς να ανατείλει σε αυτές). Οι ώρες θα απεικονίζονταν ως +GMT ή -GMT (Greenwich Mean Time). H ώρα GMT αντικαταστάθηκε το 1967 σημειολογικά με την ώρα Coordinated Universal Time (UTC). 

Μέχρι την αυγή του 20ου αιώνα οι περισσότερες χώρες είχαν ενταχθεί στο σύστημα του Πρότυπου Χρόνου (τελευταίο όλων ήταν το Νεπάλ, το 1986). Κάθε σύγχρονο Κράτος έχει σήμερα ορίσει ποιες συγκεκριμένες ωριαίες ζώνες ισχύουν σε κάθε σημείο της επικράτειάς του.

Οι συνήθεις ασυνέχειες της μιας ώρας (+1 ή -1) ισχύουν όπως είδαμε στα σύνορα μεταξύ των ωριαίων ζωνών. Αλλά στο σύνορο μεταξύ της δωδέκατης ζώνης δυτικά (+12 UTC) και της δωδέκατης ζώνης ανατολικά του Γκρήνουιτς (-12 UTC) συμβαίνει κάτι πολύ πιο ασυνεχές. Εκεί, στην «πίσω» πλευρά του Πρώτου Μεσημβρινού του Γκρήνουιτς, που πολύ σκόπιμα επιλέχθηκε ώστε να περνά από τη μέση του Ειρηνικού Ωκεανού, δηλαδή από συνήθως ακατοίκητες εκτάσεις, εκεί έχουμε το μεγαλύτερο άλμα στο χρόνο: περνάς το σύνορο από τα δυτικά (από το +12) προς τα ανατολικά (στο -12) και έχεις «ταξιδέψει» 24 ολόκληρες ώρες (μια ολόκληρη μέρα) πίσω στο χρόνο!  Το ανάποδο συμβαίνει αν περάσεις το σύνορο από τα ανατολικά προς τα δυτικά· τότε μέσα σε ένα μέτρο απόσταση (ή ένα εκατοστό ή ένα χιλιοστό που χρειάζεται θεωρητικά να διασχίσεις τη νοητή γραμμή) έχεις «ταξιδέψει» στο μέλλον, κατά μία ημέρα ακριβώς! Αυτό που είδαμε ότι συμβαίνει μεταξύ των δύο Νησιών του Διομήδη.

Μήπως αυτό το άλμα κατά μια ημερολογιακή μέρα είναι απλό προϊόν της σύμβασης για τη μέτρηση του ωρολογιακού χρόνου; Μήπως είναι μια αναγκαία, αλλά πάντα συμβατικού χαρακτήρα, μεγαλύτερη ασυνέχεια με σκοπό την αντιστροφή των μικρότερων ενδιάμεσων ασυνεχειών, έτσι «για να μηδενίσει ξανά το κοντέρ»;

Όχι, δεν πρόκειται για κάτι συμβατικό, αλλά αντίθετα είναι αναπόφευκτο φαινόμενο του φυσικού νόμου της σχετικής κίνησης. Ας πάρουμε μια υδρόγειο σφαίρα και ας την περιστρέψουμε με δύναμη προς τα δεξιά ώστε να προσομοιώσουμε την περιστροφή της Γης. Μέχρι να σταματήσει την περιστροφή της η σφαίρα θα έχει κάνει κάποιον αριθμό περιστροφών. Αν είχαμε βάλει σε ένα σημείο της ένα ράθυμο τζιτζίκι και ένα εξερευνητικό μυρμήγκι, με το τζιτζίκι να αναπαύεται στον ίδιο τόπο (ο τεμπελάκος) ενώ το μυρμήγκι περπατούσε συνεχώς προς τα δυτικά (αντίθετα με τη φορά περιστροφής), τότε όσο αργά και αν προχωρούσε το μυρμήγκι, όταν θα έφτανε από τα ανατολικά πάλι στο ίδιο σημείο όπου αράζει το τζιτζίκι, θα είχε κάνει μια περιστροφή λιγότερη από το τζιτζίκι. Αν στο ημερολόγιο του τζιτζικιού έγραφε Πέμπτη, τότε για το μυρμήγκι θα ήταν Τετάρτη.

Αυτό δεν είναι καθόλου συμβατικό. Έχει να κάνει μόνο με τη σφαιρικότητα της Γης και με τη σχετική κίνηση των ανθρώπων (και κάθε αντικειμένου) πάνω στην επιφάνειά της. Αυτό ακριβώς συνέβη πρώτη φορά στην ιστορία της ανθρωπότητας με το ταξίδι του περίπλου της Γης από την αποστολή του Μαγγελάνου, η οποία ξεκίνησε στις 20 Σεπτεμβρίου του 1519 και ολοκληρώθηκε από τον Ελ Κάνο (ο Μαγγελάνος σκοτώθηκε στις Φιλιππίνες) στις 6 Σεπτεμβρίου του 1522. Το ταξίδι για το πλήρωμα που έφτασε πίσω στη Σεβίλλη -σύμφωνα με το ημερολόγιο του πλοίου- κράτησε ακριβώς μια μέρα λιγότερο από ό,τι έγραφε το ημερολόγιο στη Σεβίλλη. Δεν είχε σημασία ούτε η διάρκεια του ταξιδιού (σχεδόν τρία χρόνια) ούτε το συνολικό μήκος και το ακανόνιστο της διαδρομής. Μόνο ότι τελικά έφτασαν ξανά στο ίδιο σημείο από τα ανατολικά, ταξιδεύοντας όλα αυτά τα χρόνια με γενική πορεία προς τα δυτικά.

Το ανάποδο συνέβη με το ταξίδι του Φιλέα Φογκ στο μυθιστόρημα «Ο Γύρος του Κόσμου σε 80 ημέρες» του Ιουλίου Βερν. Αυτός ταξίδευε με γενική πορεία προς ττα ανατολικά, όποτε όταν έφτασε πίσω στο Λονδίνο είχε προσθέσει μια ακόμη περιστροφή στο δικό του ημερολόγιο, σε σχέση με το ημερολόγιο στο Λονδίνο. Το βιβλίο εκδόθηκε το 1873, πριν την εποχή που ορίστηκε η Διεθνής Γραμμή Ημερομηνίας (το 1884), οπότε δεν ήταν υποχρεωμένος να αλλάξει την ημερομηνία στο ημερολόγιό του προς τα εμπρός όταν διέσχιζε τη Γραμμή κάπου στον Ειρηνικό, .

Πάντως, ο Φιλέας Φογκ θα έπρεπε να είχε προϋπολογίσει την τελική διαφορά, η οποία είχε πρωτοεμφανιστεί ως φυσική αναγκαιότητα στο ταξίδι της αποστολής του Μαγγελάνου. Γιατί ο πρώτος που ερμήνευσε σωστά την αιτία του περίεργου φαινομένου ήταν ο Καρδινάλιος Gasparo Contarini  (1483–1542) []. Συνεπώς, η σχετική ανάγκη ήταν γνωστή κατά την εποχή του Φιλέα Φογκ και απέμενε μόνο η διεθνής σύμβαση καθορισμού του συνόρου, εκεί όπου η αλλαγή ημερομηνίας θα εφαρμοζόταν τυπικά από όλους τους ταξιδευτές, ως αναγκαία διόρθωση του ωρολογιακού χρόνου.

 

Ας δούμε και το τελευταίο θέμα σχετικά με τις ταχύτητες περιστροφής γύρω από τη Γη: τι θα συνέβαινε αν ένας άνθρωπος κινούνταν προς τα δυτικά πάνω στον Ισημερινό (ή σε οποιοδήποτε παράλληλό του κύκλο) με την ίδια γωνιακή ταχύτητα με αυτή της Γης [7]; Τι ηλιακό χρόνο θα κατέγραφε αυτός;

Επειδή θα κινούνταν με την ίδια γωνιακή ταχύτητα με αυτή που κινείται η σφαίρα του Ήλιου γύρω από τη Γη, θα διέσχιζε μεσημβρινούς με την ίδια γωνιακή ταχύτητα με αυτή του Ήλιου και έτσι θα έμενε πάντα στην ίδια ηλιακή ώρα. Αν, ας πούμε, ξεκινούσε με ένα αεροπλάνο προς τα δυτικά με την ανατολή του ήλιου, τότε θα βίωνε μια συνεχή ανατολή του ήλιου!

Πάντως, θα έβλεπε το αεροπλάνο του να προσπερνά δέντρα, βουνά, ποτάμια, θάλασσες με ιλιγγιώδη ταχύτητα, ίδια με αυτή με την οποία τα προσπερνά ο Ήλιος κάθε μέρα, αλλά θα ήταν στάσιμος στον ηλιακό του χρόνο [8]. Στο δικό του ηλιακό ρολόι (ας πούμε η σκιά που ρίχνει ένα κατακόρυφο καρφί πάνω στο φτερό του αεροπλάνου) ο χρόνος δε θα περνούσε.

Θα είχε τότε άπειρη ταχύτητα, μια και θα διένυε την όποια απόσταση σε μηδενικό ηλιακό χρόνο; Φυσικά και όχι και αυτό έχει να κάνει με τον ορισμό του αληθινού φυσικού χρόνου, του μόνου που υπεισέρχεται σε φυσικούς υπολογισμούς.

Ο πραγματικός φυσικός χρόνος κυλά ομαλά, ασταμάτητα και αδιάφορα πίσω μας, σαν βουβό ποτάμι. Πέρα από τις όποιες συμβατικές ασυνέχειες έχουμε ορίσει -για πρακτικούς λόγους- στην καθημερινή μας ζωή ώστε να διαιρούμε κατάλληλα τον ηλιακό χρόνο, ο ίδιος ο ηλιακός χρόνος είναι μια σχετική ποσότητα, ένα τοπικός τρόπος διαίρεσης του παγκόσμιου φυσικού χρόνου. Δεν είναι τίποτε άλλο από μια προσπάθεια να συντονίσουμε της ζωή μας με την περιστροφή του πλανήτη πάνω στον οποίο ζούμε, γύρω από το αστέρι του, τον Ήλιο. Κάποιοι φανταστικοί κάτοικοι του Άρη θα είχαν έναν άλλο, αρειανό «ηλιακό» χρόνο, διαιρεμένο ίσως σε 10 (ή 60, ή οσεσδήποτε) ώρες.

Η σχετική κίνησή μας γύρω από τον όποιο πλανήτη κατοικούμε, δεν αλλάζει την ροή τού ενός και μόνο πραγματικού φυσικού χρόνου που βιώνει ο καθένας μας, του ιδιόχρονού μας. Είναι ο χρόνος που ορίζεται για κάθε ον ακίνητο σε σχέση με τα απλανή αστέρια του σύμπαντος.

Όσο και αν προσπαθούσε ο φανταστικός αεροπόρος να ακινητοποιήσει τον ηλιακό του χρόνο, μέσα του τα σπλάχνα του, τα κόκκαλα, οι μύες του, θα γερνούσαν το ίδιο αμετάκλητα, κατά τα ίδια δευτερόλεπτα, λεπτά και τις ώρες που περνούν, για τόσο όσο διαρκεί η πτήση του. Ο ιδιόχρονός του -σαν τον Χάρο- δεν τον ξεχνά· τον φθείρει κάθε στιγμή αμείλικτα, φέρνοντάς τον όλο και πιο κοντά στην οριστική «παράδοση του πνεύματος».

 

Παραήταν μεγάλη αυτή η δημοσίευση, ως επεξηγητικό κείμενο για τη σχετικότητα του ηλιακού χρόνου, τις χρονικές ζώνες και την Διεθνή Γραμμή Ημερομηνίας.

Όλα όμως ξεκίνησαν από τις Διομήδες Νήσους και εκεί επίσης θα τελειώσουμε. Τα δύο νησιά είναι ένας κρύος και αφιλόξενος τόπος που απέκτησαν κάποια ιδιαίτερη σημασία μόνο στην νέα εποχή, ως «ψυχροπολεμικό» σύνορο μεταξύ της Ρωσίας και των ΗΠΑ και επειδή ανάμεσά τους περνά η Διεθνής Γραμμή Ημερομηνίας. Όταν είδα το αρχαιοελληνικό όνομά τους αμέσως καταπιάστηκα να βρω την αιτία της ονομασίας τους.

Φανταζόμουν κάποια ιδιαίτερη ιστορία σύνδεσής του με τον ομηρικό Διομήδη, όμως η πραγματικότητα ήταν πιο πεζή: τα νησιά πήραν το όνομά τους από τον Άγιο Διομήδη, με καταγωγή από την Ταρσό της Κιλικίας, ο οποίος μαρτύρησε για τη χριστιανική τους πίστη κατά τους διωγμούς του Διοκλητιανού.

Ο Άγιος είναι σημαντικός για τη Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία και η μνήμη του εορτάζεται στις 16 Αυγούστου, ημέρα κατά την οποία ανακάλυψε τις Διομήδες Νήσους ο θαλασσοπόρος Βίτους Μπέρινγκ, το 1728.

Ο Άγιος Διομήδης ήταν ιατρός και πρόσφερε τις υπηρεσίες του δωρεάν στους πτωχούς, γι’ αυτό και εντάσσεται από την Εκκλησία μας στην ευγενή χορεία των Αγίων Αναργύρων τους οποίους έχουμε δει σε άλλη δημοσίευση.

Μέρα που είναι σήμερα λοιπόν (παραμονή των Αγίων Αναργύρων του 2025) ας έχουμε τις αγαθές πρεσβείες του, προς βοήθειά μας!

 

 


Σημειώσεις:

[1]: Η ίδια η Αλάσκα έχει δύο χρονικές ζώνες, με την άλλη να ακολουθείται από τα Αλεούτια νησιά που βρίσκονται δυτικότερα του γεωγραφικού μήκους 169°30′ και συμπίπτει με αυτή των Νησιών του συμπλέγματος Χαβάι (GMT-10).

[2]: Βλέπε το βιβλίο τού Χόρχε Λουίς Μπόρχες: "Η Ιστορία της αιωνιότητας",  Εκδόσεις 'Υψιλον, 1985.

[3]: Η διαίρεση της διάρκειας της ημέρας σε 24 ώρες ανάγεται στους Αιγυπτίους  οι οποίοι την διαίρεσαν σε 12 ώρες (δέκα για αυτές της καθαρής ηλιοφάνειας και απο μία ώρα για την αυγή και το σούρουπο, ενώ δεν μετρούσαν καθόλου τη νύκτα) και στους Έλληνες αλεξανδρινούς αστρονόμους που πρόσθεσαν 12 νυκτερινές ώρες κατ΄αναλογία.

[4]: Αυτό το έχω ακούσει με τ' αυτιά μου όταν ήμουν μικρός, από τους χωρικούς στη Σεγδίτσα, όταν τα ατομικά ρολόγια ήταν σχεδόν άγνωστα ακόμη για τους περισσότερους.

[5]: Και αυτό το έχω ακούσει να το διηγούνται άνθρωποι του χωριού, όχι πολύ μεγαλύτεροι σε ηλικία από μένα.

[6]: Η αγγλική λέξη «clock» προέρχεται από τη λέξη της Μέσης Γερμανικής και τη Μέσης Ολλανδικής «klocke», που με τη σειρά της προέρχεται από τη λατινική «clocca»  που σημαίνει «καμπάνα» (κουδούνι).

[7]: Ο Ισημερινός έχει μήκος περίπου 40.000 χιλιόμετρα. Οπότε κάποιος τον διατρέχει σε 24 ώρες (σε μια ηλιακή ημέρα) με ταχύτητα περίπου 1.670 χλμ/ώρα ή 1,36 φορές την ταχύτητα του ήχου.

[8]: Είναι το αντίστροφο της φαινομενικής της «ακινησίας» μας όταν δεν κινούμαστε σε σχέση με την επιφάνεια της Γης. Όμως κινούμαστε με ιλιγγιώδη γραμμική ταχύτητα (στον Ισημερινό με γραμμική ταχύτητα 1.670 χλμ/ώρα ή 1,36 Mach).

 


Η πιο παραστατική εξήγηση του φαινομένου της αλλαγής ωραίων ζωνών και της Διεθνούς Γραμμής Ημερομηνίας που βρήκα στο Youtube είναι η ακόλουθη:

 


 

Φιλομάθεια, Άγιοι Ανάργυροι, Αλάσκα, Β. Μπέρινγκ, Χρόνος, Χρονικές Ζώνες, Νήσοι Διομήδη, Διεθνής Γραμμή Ημερομηνίας, Ηλιακός χρόνος, Standard Time, Time Zone, Άγιος Διομήδης, Ωριαίες ζώνες, Ιδιόχρονος, Μεσημβρινός, Ισημερινός