
Ο ποιητής του αγώνα, της ομορφιάς και της δικαιοσύνης, Γιάννης Ρίτσος
Χτες, Πρωτομαγιά του 2025 ο εξαιρετικός ιστότοπος Kimintenia.com, δημοσίευσε απόσπασμα από το ποίημα του Ρίτσου "Πρωινό άστρο", το οποίο ο ποιητής έγραψε για τη μικρή μοναχοκόρη του που γεννήθηκε το 1955. Το παραθέτω και εγώ:
Είναι να γίνεις ό,τι ζητάει
η ευτυχία του κόσμου,
είαν να φτιάχνεις, κοριτσάκι,
την ευτυχία του κόσμου.
Άλλη χαρά δεν είναι πιο μεγάλη
απ΄τη χαρά που δίνεις.
Να το θυμάσαι, κοριτσάκι.
Όταν έγραφα το βιβλίο μου, ο Ρίτσος ως προσωπικότητα με συγκίνησε βαθύτατα, για το αγωνιστικό του πνεύμα, για τις κακουχίες που πέρασε και ξεπέρασε με αξιοπρέπεια, για την ευγενική και αισιόδοξη φύση του. Μόνο όταν μάθεις για την βασανισμένη του ζωή καταλαβαίνεις τι δώρο ήταν για την τυρανισμένη του ψυχή η γέννηση μιας κορούλας. Ο υπότιτλος που έδωσε στο ποίημα του "Πρωινό άστρο" είναι χαρακτηριστικός: "Μικρή εγκυκλοπαίδεια υποκοριστικών για την κορούλα μου". Η τρυφεράδα τον πλημμύρισε!
Για τους σκοπούς της συγγραφής του βιβλίου δεν είχα χρόνο να βρω και να διαβάσω αυτή την "εγκυκλοπαίδεια", όμως μου έμεινε η ζωηρή και συγκινητική εντύπωση για τα συναισθήματα του ποητή. Εντυπωσιάστηκα επίσης και από την αναφορά για τη ζωγραφική του κλίση και από την ανάγκη του να δημιουργεί ομορφιά ακόμη και στις πιο αντίξοες και άχαρες συνθήκες. Ζωγράφιζε -διάβαζα τότε και θαύμαζα χωρίς να έχω δει- με ό,τι χρώμα έβρισκε ακόμη και πάνω στα βότσαλα, κατά τα χρόνια της εξορίας του στη Γυάρο.
Και να που στο άρθρο στα "Κιμιντένια", βλέπω τις ζωγραφιές του στα βότσαλα και διαβάζω το "Πρωινό άστρο". Γιαυτό και παρακινήθηκα να αναδημοσιεύσω το άρθρο μαζί με το απόσπασμα του βιβλίου μου για τον Ρίτσο.
Για όσους νιώσουν για το Ρίτσο την ίδια αγάπη με μένα, στο άρθρο υπάρχουν εκτενή βίντεο του Youtube από ντοκυμαντέρ με τον ποιητή, όπου περιγράφει ό ίδιος, με την τρυφερή και θερμή του φωνή τη ζωή του, τα οράματά του, την Τέχνη και τον Κόσμο. Αξίζει να τα δείτε!
Απόσπασμα από το βιβλίο μου "Τα επιτεύγματα της ελευθερίας" σελ. 141
Β.4.5. ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ (Μονεμβασιά 1909 – Αθήνα 1990)
Ο Ρίτσος είναι άνθρωπος ξεχωριστής αξίας γιατί είναι ταυτόχρονα μέγιστος ποιητής και μαζί ακατάβλητος αγωνιστής της ζωής, ένας άνθρωπος που βίωσε με δραματικό τρόπο, σύντομες χαρές και μεγάλες λύπες. Ατύχησε να ζει με τη συνεχή απειλή της αρρώστιας και του θανάτου. Πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του μέσα σε σωματικές και ψυχικές κακουχίες, από δική του κυρίως επιλογή, στέκοντας ακλόνητος για τις ιδέες που ενστερνιζόταν και παρά την ασθένεια που απειλούσε συνεχώς να τον αφανίσει.
Είναι δείγμα της ευγενικής και αισιόδοξης φύσης του χαρακτήρα του, καθώς και της ισχυρής πνευματικής του κράσης, ότι όχι μόνο επιβίωσε της αρρώστιας, αλλά και την ξεπέρασε με αξιοπρέπεια. Μέσα στις χειρότερες υλικές και σωματικές συνθήκες, κατάφερε να εκφράσει το όραμά του για έναν καλύτερο κόσμο με πνευματική και ποιητική δημιουργία παγκόσμιας εμβέλειας. Μόνο οι άγιοι των θρησκειών, με τη μεγάλη τους πίστη, καταφέρνουν να μετουσιώσουν με τον ίδιο τρόπο την κακουχία και τον διωγμό σε έναν φωτεινό, αισιόδοξο και οικουμενικό λόγο αδελφοσύνης και ειρήνης.
Ο μεγαλοκτηματίας πατέρας του είχε κρητική καταγωγή, ενώ η επίσης πλούσιας καταγωγής μητέρα του ήταν από το Γύθειο. Ο Γιάννης γεννήθηκε στην Μονεμβασιά, το τέταρτο από τα παιδιά τους. Ο βασιλόφρων πατέρας του ήταν δραστήριος άνθρωπος αλλά πνευματικά πεζός. Ο Ρίτσος όμως κληρονόμησε τη φιλόκαλη φύση της καλλιεργημένης μητέρας του. Στην ξέγνοιαστη αλλά σύντομη παιδική του ηλικία, ο μελλοντικός ποιητής έδειξε κλίση στη μουσική (πιάνο) και στη ζωγραφική, ενώ έγραψε τους πρώτους στίχους σε ηλικία 7 ετών.
Το πρώτο πλήγμα ήλθε το 1917, όταν με την αγροτική μεταρρύθμιση η κτηματική περιουσία της οικογένειας απαλλοτριώθηκε. Έκτοτε, η οικονομική άνεση μετατράπηκε σε δεινή ανέχεια. Η τραγική μοίρα της οικογένειας συνεχίστηκε το 1921 με τον θάνατο του μεγαλύτερου αδελφού του, Δημήτρη, από φυματίωση –τη μάστιγα του καιρού. Λίγο μετά έχασε και τη μητέρα του από την ίδια αρρώστια. Η μεγάλη του αδελφή Νίνα είχε ήδη παντρευτεί και έτσι ο Γιάννης έμεινε με τη μικρότερη αδελφή του, Λούλα, με την οποία μοιραζόταν έναν ξεχωριστό ψυχικό δεσμό. Το 1924 δημοσίευσε τα πρώτα του ποιήματα στο περιοδικό «Διάπλασις των Παίδων» με το ψευδώνυμο «Ιδανικόν Όραμα», τα οποία υποδέχθηκε πολύ ευνοϊκά ο αρχισυντάκτης του περιοδικού Γρ. Ξενόπουλος.
Τα δύο αδέλφια εγκαταστάθηκαν από το 1925 στην Αθήνα, δουλεύοντας και οι δύο για τα προς το ζην. Ο Ρίτσος εργαζόταν σε συμβολαιογραφείο ως δακτυλογράφος και ως καλλιγράφος–αντιγραφέας. Η κομψή του γραφή ήταν καθρέπτης της καλλιτεχνικής του φύσης και της ψυχικής του ευγένειας.
Σύντομα όμως η οικογενειακή αρρώστια πρόσβαλε και τον ίδιο. Αρχίζοντας τις αιμοπτύσεις, μπήκε τελικά στο νοσοκομείο «Σωτηρία». Εκεί συνάντησε αρκετούς αριστερόφρονες, οι οποίοι τον μύησαν στις πολιτικές ιδέες που έγιναν έκτοτε οδηγός της πράξης ζωής και του πνευματικού του έργου. Γνωρίστηκε επίσης με τη Μαρία Πολυδούρη (ποιήτρια και άλλοτε σύντροφο του Κ. Καρυωτάκη). Συναντιούνταν στην αίθουσα υποδοχής του νοσοκομείου, όπου ο Ρίτσος έπαιζε μοναχικά στο πιάνο τα απογεύματα, αναζητώντας κάποια παρηγοριά. Μεταξύ τους αναπτύχθηκε ευγενική φιλία και ίσως κάποιο ερωτικό αίσθημα. Το 1930 όμως εκείνη έφυγε από τη ζωή και αυτός μεταφέρθηκε –ως άπορος που δεν μπορούσε να αντεπεξέλθει στα έξοδα νοσηλείας– στο φθισιατρείο Καψαλώνας στα Χανιά.
Εκεί οι συνθήκες διαβίωσης και υγιεινής ήταν άθλιες. Ο Ρίτσος ανέλαβε να καταγγείλει την κατάσταση στην τοπική εφημερίδα και, όπως γράφει, «Για πρώτη φορά ένιωσα τον εαυτό μου εντολοδόχο, υπεύθυνο ενός κόσμου». Εκεί επίσης συνέθεσε και τις πρώτες του ποιητικές συλλογές «Τρακτέρ και Πυραμίδες».
Σε όλη την υπόλοιπη ζωή του, στα σανατόρια και στην εξορία, θα καταφέρνει τον άθλο μέσα στην αθλιότητα: να οραματίζεται έναν καλύτερο κόσμο, να συνθέτει υψηλή ποίηση, να διατηρεί τη φυσική του ευγένεια και την αξιοπρέπεια αληθινού πνευματικού ανθρώπου. Σαν ένα λουλούδι που ανθίζει παντού, μέσα στο κρύο του χιονιού, μέσα στην υγρασία του βάλτου, ακόμα και ανάμεσα στις πέτρες της ερήμου, έτσι και το ποιητικό του έργο δεν έπαψε ποτέ να αναδίδει ευγένεια και ευφροσύνη.
Είναι σαν θαύμα το ότι κατάφερε να αναρρώσει και να επιστρέψει το 1931 στην Αθήνα. Η αδελφή του Λούλα είχε παντρευτεί με έναν μετανάστη στην Αμερική και με τα εμβάσματα που του έστελνε έδωσε τουλάχιστον στον αδελφό της μια οικονομική ανάσα, τόση όση του επέτρεπε να ασχολείται περισσότερο με την ποίηση. Ο Ρίτσος ασχολήθηκε και με το θέατρο –έπαιζε και σκηνοθετούσε στο Θέατρο των Συνδικάτων–, ενώ ανέλαβε και διευθυντής του καλλιτεχνικού τμήματος της Εργατικής Λέσχης.
Η σύντομη αυτή ήρεμη ανάπαυλα έληξε όταν το 1934 ο πατέρας του παραφρόνησε –μάλλον λόγω της ανέχειας– και μεταφέρθηκε στο Δημόσιο Ψυχιατρείο, όπου πέθανε το 1938. Έναν χρόνο μετά η αδελφή του επέστρεψε από την Αμερική με έναν γιό, αλλά σύντομα χώρισε με τον άντρα της, με αποτέλεσμα τον σοβαρό ψυχικό κλονισμό της. Ο Ρίτσος αναγκάστηκε πάλι να βιοπορίζεται εργαζόμενος ως χορευτής (!) και ως ηθοποιός σε διάφορα θέατρα, εμφανιζόμενος με ψευδώνυμο.
Το κομβικό γεγονός για την ποιητική του δημιουργία ήταν τα γεγονότα του Μαΐου του 1936 στη Θεσσαλονίκη, όταν η καταστολή της απεργίας των καπνεργατών οδήγησε σε 12 νεκρούς. Η φωτογραφία της μητέρας του 25χρονου νεκρού αυτοκινητιστή Τάσου Τούση να σπαράζει πάνω από τον νεκρό της γιο δημοσιεύτηκε στον «Ριζοσπάστη», συγκλόνισε τον Ρίτσο και του ενέπνευσε το πιο γνωστό έργο του, «Επιτάφιος». Είναι ένα μοιρολόι που αντηχεί τον θρήνο της Μεγάλης Παρασκευής και έχει την ίδια δύναμη να συγκινεί όπως και τα Εγκώμια.
Τα ποιήματα του «Επιτάφιου» έγιναν τραγούδι στα χείλη όλων των Ελλήνων μετά τη μελοποίησή τους από τον Θεοδωράκη το 1961. Ήταν μια συνεργασία ιστορική ταυτόχρονα και ριζοσπαστική· η πρώτη φορά που μέσα από μελωδίες του λαϊκού τραγουδιού η υψηλή ποίηση ερχόταν σε επαφή με το μεγάλο πλήθος των Ελλήνων και γινόταν πνευματικό απόκτημα του απλού λαού, για να τραγουδιέται παλλαϊκά, όπως ψάλλονται οι θρησκευτικοί ύμνοι και ο Εθνικός Ύμνος.
Ήταν επίσης ριζοσπαστική και η επιλογή του Θεοδωράκη να χρησιμοποιήσει το εκφραστικό μπουζούκι του Χιώτη και τη λαϊκή φωνή του Μπιθικώτση. Ακριβώς με αυτή την οικειότητα του λαϊκού προσήμου στην ενορχήστρωση διείσδυσε ο ήχος των τραγουδιών στη λαϊκή ψυχή [1].
Γοητευμένος από τη δουλειά που είχε γίνει στον μελοποιημένο Επιτάφιο (είχε και αυτός αρχικά αντιρρήσεις για τον ρεμπέτη τότε Μπιθικώτση), ο Ρίτσος θα πει κάποτε στον ίδιο τον Θεοδωράκη: «Ήταν τα πρώτα ποιήματά μου που είχαν μελοποιηθεί. Μου έκανε τρομερή εντύπωση: μα είναι δυνατόν η ποίηση να βρει μια πλήρη αντιστοιχία με τη μουσική; Μέχρι τότε έλεγα ότι η κάθε τέχνη είναι αυτάρκης και δεν έχει ανάγκη από τη βοήθεια της άλλης. Αλλά όταν έγραψες τον Επιτάφιο και αργότερα φυσικά τη Ρωμιοσύνη, που ήταν η μεγάλη δόξα σου, είπα πραγματικά ότι εδώ πέρα είναι ένας δρόμος για να πλησιάσει η ποίηση, μέσω της μουσικής, εκείνους τους ανθρώπους που δεν θα τους πλησίαζε ίσως ποτέ».
Μέσα στις δύσκολες συνθήκες της εργασίας του στο θέατρο, η υγεία του υποτροπίασε. Για μερικούς μήνες έζησε στο σανατόριο της Πάρνηθας (Οκτώβριος 1937-Απρίλιος 1938). Εκεί τον βρήκε η είδηση του εγκλεισμού και της αδελφής του Λούλας στο Ψυχιατρείο, τον Φλεβάρη του 1937 (βρισκόταν μάλιστα κοντά στον θάλαμο του πατέρα τους). Ο νέος πόνος του ποιητή εκφράστηκε στο «Τραγούδι της Αδερφής μου»:
…Ό,τι αγάπησα
μου το πήρε ο θάνατος
κι η τρέλα.
Έμεινα μόνος
κάτω από τα ερείπια του ουρανού μου
ν’ αριθμώ θανάτους…
Ο λυρισμός του έργου συγκίνησε τον Παλαμά, ο οποίος διαλάλησε με στίχους ο ίδιος τη λογοτεχνική αξία του ποιήματος:
Το ποίημά μου το πικρό, το ζουν ιχώρ κ’ αιθέρας,
Καθάριος όρθρος της αυγής , μηνάει το φως της μέρας.
Σε μια φρικίαση τραγική, χαμογελάει μιας πλάσης ρυθμός.
Παραμερίζουμε, ποιητή, για να περάσεις.
Τα έργα που ακολούθησαν ήταν η «Εαρινή Συμφωνία» (1938) και το «Το εμβατήριο του ωκεανού» (1940). Την εποχή εκείνη εργάστηκε στο Βασιλικό Θέατρο –όπου συνδέθηκε με ισόβια φιλία με τον Μάνο Κατράκη–, καθώς και στη Λυρική Σκηνή ως χορευτής. Η ενασχόλησή του με το θέατρο επηρέασε την ποίησή του πολλαπλά. Από εκεί προκύπτουν οι κατοπινές του αναφορές σε προσωπεία, σύνεργα και αμφιέσεις, οι προσομοιώσεις στην ποίησή του θεατρικών μονολόγων και χορικών, ακόμα και οι αρχαιόθεμοι τίτλοι των έργων του.
Ως άνθρωπος όχι μόνο της διανόησης αλλά και της δράσης, κατά τη διάρκεια της Κατοχής πήρε μέρος στην Αντίσταση. H αρρώστια του υποτροπίασε ξανά και γι’ αυτό κατέφυγε –σχεδόν ημιθανής– στο φιλόξενο σπίτι του ζεύγους τού Τάσου Φιλιακού και της Μιράντας Βούλγαρη, οι οποίοι τον περιέθαλψαν με προθυμία. Κινδύνεψε από ασιτία το 1942 και όταν οι συνάδελφοί του ποιητές έκαναν έρανο γι’ αυτόν, ο ίδιος δεν δέχθηκε την προσφορά τους, με το αιτιολογικό ότι και άλλοι βρίσκονταν σε χειρότερη θέση (όπως π.χ. ο Παλαμάς).
Η τελική επιβίωσή του ήταν ξανά ένας θρίαμβος της θέλησης. Ακόμα και σε αυτή την κατάσταση όμως, δεν έπαψε να δημιουργεί. Εξέδωσε τη «Δοκιμασία» (ποιητικές συνθέσεις της περιόδου 1935-1943 που περιλαμβάνουν το απαγορευμένο «Παραμονές Ήλιου»), το μονόπρακτο «Η Αθήνα στ΄ άρματα» (1945), τη συλλογή «Αγρύπνια» (1954), η οποία περιλαμβάνει ποιήματα της περιόδου 1941-1953.
Εκεί μέσα θα εντάξει και τα δύο μείζονα ποιήματά του τη «Ρωμιοσύνη» και την «Κυρά των Αμπελιών» (1945-1947), στα οποία εκφράζει την υπερηφάνεια του για την αντοχή του Ελληνισμού στον χρόνο και στα πάθη, όπως καθαγιάστηκε από την εποποιία του ’40 και της Αντίστασης. Στα ποιήματα αυτά ο ποιητής δοξάζει τη συνέχεια του αγωνιστικού πνεύματος της Ρωμιοσύνης· από τον Διγενή στην Κλεφτουριά, στην Μπουμπουλίνα, στην Εθνική Αντίσταση.
Επειδή ήταν με το μέρος των ηττημένων του Εμφυλίου, μετά τον πόλεμο εξορίστηκε μέχρι το 1949 στη Λήμνο και μετά στη Μακρόνησο και στον Αη Στράτη, από όπου απολύθηκε οριστικά το 1952. Η ζωή τού χαμογέλασε μετά από πολύ καιρό, όταν το 1954 παντρεύτηκε την παιδίατρο Γαρυφαλιώ (Φαλίτσα) Γεωργιάδου, με την οποία απέκτησαν τη μοναχοκόρη τους Έρη το 1955. Γι’ αυτήν έγραψε το ποίημα «Πρωινό Άστρο», με υπότιτλο «Μικρή εγκυκλοπαίδια υποκοριστικών για την κορούλα μου».
Το 1956 γνωρίστηκε με τη Νανά Καλλιανέση (ιδρύτρια του νέου εκδοτικού οίκου «Κέδρος»), που έγινε η πιστή φίλη και εκδότριά του για τα μεγάλα έργα που ακολούθησαν όπως «Η Σονάτα του Σεληνόφωτος» (1956) –ενταγμένο στη συλλογή «Τέταρτη Διάσταση», με αναφορά στον χρόνο– για την οποία θα παραλάβει το Α΄ Βραβείο Κρατικής Ποίησης, κερδίζοντας έτσι και τη διεθνή αναγνώριση. Ταξίδεψε στη Σοβιετική Ένωση και στη Ρουμανία, όπου τον δέχθηκαν με μεγάλες τιμές. Αυτή ήταν και η εποχή που η μελοποίηση του «Επιταφίου» και αργότερα της «Ρωμιοσύνης» τον έκαναν γνωστό και αγαπητό σε όλους τους Έλληνες.
Η Απριλιανή Δικτατορία διέκοψε την εφήμερη ανάπαυλα της οικογενειακής ηρεμίας και της ευδόκιμης ποιητικής παραγωγής, σημαίνοντας για τον Ρίτσο νέες εξορίες και νέα απομόνωση. Αρχικά στάλθηκε στη Γυάρο και μετά στη Λέρο, όπου το 1968 τον χτύπησε και ο καρκίνος. Χειρουργήθηκε στον Άγιο Σάββα και επέστρεψε στη Λέρο, ενώ αργότερα στάλθηκε σε κατ’ οίκον περιορισμό στο Καρλόβασι της Σάμου –τόπο καταγωγής της γυναίκας του– το οποίο έγινε η δεύτερή του πατρίδα.
Το 1970 με αφορμή τον θάνατο της αδελφής του Νίνας, έγραψε το ποίημα «Ελένη». Εκείνη τη χρονιά προσκλήθηκε ως τιμώμενο πρόσωπο στο Διεθνές Φεστιβάλ Ποίησης του Λονδίνου. Δεν δέχθηκε όμως την πρόταση του Σ. Παττακού να του επιτραπεί η συμμετοχή αλλά με τον όρο να μην αναφερθεί αρνητικά στο καθεστώς. Έτσι δεν παραστάθηκε στην τιμητική εκδήλωση. Λόγω της νέας επιδείνωσης της υγείας του, χειρουργήθηκε ξανά στη Γενική Κλινική και έκτοτε παρέμεινε στην Αθήνα.
Στα χρόνια που ακολούθησαν την αποκατάσταση της Δημοκρατίας και μέχρι τον θάνατό του, μοίραζε τον χρόνο του μεταξύ πρωτεύουσας, Σάμου και διεθνών ταξιδιών. Ήταν πλέον ένας ποιητής του ανώτατου διεθνούς λογοτεχνικού στερεώματος. Απολάμβανε επίσης την καθολική αποδοχή των Ελλήνων, ανεξαρτήτως των πολιτικών πεποιθήσεων του καθενός, εξ αιτίας της μελοποίησης της «Ρωμιοσύνης», του «Επιταφίου» αλλά και των κατοπινών «18 Λιανοτράγουδων της Πικρής Πατρίδας» [2].
Η πολύπλευρη καλλιτεχνική και δημιουργική προσωπικότητα του Ρίτσου εκφραζόταν και μέσα από τη ζωγραφική, μια δραστηριότητα που ασκούσε ακόμα και στα χρόνια της πιο σκληρής εξορίας (έκανε ακουαρέλες και σχέδια πάνω σε ό,τι υλικά είχε διαθέσιμα, ενώ ζωγράφιζε ακόμα και πάνω σε πέτρες).
Σημαντικό είναι και το μεταφραστικό του έργο –κυρίως συνεργασίες σε μεταφράσεις– σε έργα ρωσικής λογοτεχνίας (Α. Τολστόι, Β. Μαγιακόβσκι, Α. Μπλοκ, Η. Έρενμπουργκ), του Ν. Χικμέτ, καθώς και σε ανθολογίες της Ρουμανικής, Τσεχικής και Σλοβακικής ποίησης.
Τα χρόνια της καταξίωσης από το ’75 και μετά, συνοδεύτηκαν από πολλές διεθνείς βραβεύσεις και εξαιρετικές τιμές για το σύνολο του ποιητικού του έργου. Επαινέθηκε ιδιαίτερα για τον αγωνιστικό του χαρακτήρα, τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό 89. Το κορυφαίο βραβείο για τον ίδιο, το οποίο παρέλαβε με έκδηλη συγκίνηση, ήταν το Βραβείο Λένιν (1977), η ύψιστη διάκριση των σοσιαλιστικών χωρών, αντίστοιχη με το βραβείο Νόμπελ του δυτικού κόσμου.
Η εργογραφία του είναι απέραντη, μιας και ήταν πολυγραφότατος, γι’ αυτό θα χρειάζονταν σελίδες για να αναφερθεί με κάποια πληρότητα. Ήταν μοναδικό φαινόμενο πολυτάλαντου ανθρώπου: ακαταπόνητου, οραματιστή, ευαίσθητου και ταυτόχρονα χαλκέντερου, νηφάλιου και ριζοσπάστη.
Κάτω από τις πιο αντίξοες υλικές και πνευματικές συνθήκες, ο Ρίτσος τραγουδούσε την ομορφιά και την αδελφοσύνη των ανθρώπων σαν το αηδόνι που, παρά το υγρό σκοτάδι της νύχτας, συνεχίζει το κελάηδημά του λες και βρίσκεται στον πιο φωτεινό και χαρμόσυνο κόσμο.
Ο ποιητής με το οικουμενικό βλέμμα δεν έπαψε να υπερηφανεύεται για την Πατρίδα του, χώρα του μέτρου, της σεμνής ομορφιάς, της δικαιοσύνης και του αγώνα:
…Και έτσι στητή και δυνατή καταμεσής στον κόσμο
Κρατώντας στο ζερβί σου χέρι μεγάλη ζυγαριά και δεξί την άγια σπάθα
Είσαι η ομορφιά κι η λεβεντιά κι είσαι η Ελλάδα.
«Κυρά των Αμπελιών», Απόσπασμα
Σημειώσεις:
[1]: Αφού μελοποίησε τα ποιήματα, ο Θεοδωράκης τα έστειλε στον Μάνο Χατζιδάκι, ο οποίος τα ενορχήστρωσε με βάση τα δικά του αισθητικά πρότυπα (σε λυρικό τόνο, με πιάνο και με τη φωνή της Νανάς Μούσχουρη). Το αποτέλεσμα δεν άρεσε ούτε στον Ρίτσο ούτε στον Θεοδωράκη, ο οποίος καταπιάστηκε με τη δικής του έμπνευσης ενορχήστρωση.
[2]: Γραμμένα στην εξορία της Λέρου και τα οποία επίσης μελοποίησε ο Θεοδωράκης μεταξύ 1971-1973.
[3]: Κυρίως βέβαια από στις σοσιαλιστικές χώρες, όπως ακριβώς ήταν αναμενόμενο στα χρόνια της ακραίας πολιτικής πόλωσης.
Ποίηση, Τα επιτεύγματα της ελευθερίας, Προσωπικότητες, Γ. Ρίτσος, Ρωμιοσύνη, Επιτάφιος