Skip to main content

Α-πορούμε ώστε να πορευόμαστε.

Υπάρχω...Και θα υπάρχω στα τραγούδια που θ' ακούς!

Με αφορμή την πρόσφατη ταινία "Υπάρχω" για τη ζωή του Στέλιου Καζαντζίδη πλημμύρισαν οι ιστοσελίδες, τόσο ιδιωτικές όσο και του τύπου, από σχετικά άρθρα, απόψεις και αναλύσεις του "φαινομένου Καζαντζίδη".

Αλήθεια είναι, για φαινόμενο πρόκειται, γιατί σήμερα που οι παλαιότερες γενιές έχουν υποκύψει οριστικά στην υποκουλτούρα, την απαξιωτική κενοδοξία, τον καταναλωτισμό και την ηττοπαθή εσωστρέφεια, την ίδια ώρα που νέες γενιές ζουν καταβυθισμένες στον εικονικό κόσμο του tik-tok, αποκομμένες, κυνικά αδιάφορες ή και ανυποψίαστες για τις διαστάσεις του "'έξω χώρου", της πολιτικής, της οικονομίας, της ταξικής και πολιτιστικής διάστασης της κοινωνίας, τούτη την ώρα που γράφω αυτή τη δημοσίευση -την πρώτη του 2025-, σχηματίζονται ουρές στα εκδοτήρια των κινηματογράφων για την ταινία. Είναι θεατές κάθε ηλικίας και αυτό είναι ακόμα πιο εντυπωσιακό.

Η πλημμύρα της αρθρογραφίας καταδεικνύει ότι υπάρχει ανάγκη εξήγησης του φαινομένου, κυρίως στους νεώτερους που έχουν ίσως ακουστά για το θρύλο, αλλά δεν έχουν βιώσει τη μέθεξη που εμπνέει η "φωνή του αιώνα". Και πώς να το βιώσουν όταν από την κοινή αλλά τίμια φτώχεια, από τον καημό της προσφυγιάς, από τις κακουχίες της βιοπάλης, από τη νοσταλγία της ξενιτιάς, από τον πόνο του μετανάστη που ζει ταπεινός εργάτης στο περιθώριο μιας αλλότριας κοινωνίας, έχει απομείνει από όλα αυτά κάποιος μακρινός απόηχος μόνο; Ακόμα και ο έρωτας βιώνεται χωρίς τον ρομαντισμό και την εξιδανίκευση που δημιουργούσε η σταδιακή, επιφυλακτική αλλά γι' αυτό και περιπετειώδηε προσέγγιση των φύλων.

Λείπει λοιπόν σήμερα το ψυχικό υπόβαθρο για τη συμμετοχή στη μυσταγωγία του ακούσματος της αυθεντικότερης λαϊκής φωνής; Είναι ασύμβατες πια οι ακουστικές υποδοχές των Ελλήνων προς τα φωνητικά κύματα που εκπέμπει ο μέγας λαϊκός βάρδος;

Εγώ λέω κατηγορικά πώς όχι! Τίποτε δεν έχει χαθεί από όσα μας συνδέουν με την ψυχή του Καζαντζίδη. Γιατί ούτε εγώ έζησα -ούτε ξώφαλτσα- οποιαδήποτε από τις συνθήκες ψυχικού πόνου, θρήνου, ονείρου και ελπίδας που συνοδεύουν και ορίζουν τη ζωή των αδικημένων, των φτωχών και των αδύναμων. Δεν βίωσα δράμα παρόμοιο με αυτό του ίδιου του Καζαντζίδη και των ανθρώπων για τους οποιους τραγουδά. Με δονεί όμως το ίδιο αβίαστα και συγκλονιστικά η έκφραση πόνου που αναβλύζει από την ψυχή του Στέλιου Καζαντζίδη.

Αυτός που διέγνωσε την αιτία του φαινομένου και που την περιέγραψε με τόσο απλό και εύπηπτο τρόπο, ώστε να την καταλάβουμε και όλοι εμείς οι λιγότερο οξυδερκείς, είναι -ποιος άλλος;- ο Μίκης Θεοδωράκης. Σε μια κοινή συνέντευξή του με το Στέλιο μίλησε με τα κάτω λόγια (τα οποία αναφέρω και στο βιβλίο μου στο κεφάλαιο για τον Καζαντζίδη): «Δεν είναι το μέταλλο που τραγουδά αλλά η καρδιά του, και αυτό είναι επίπονο γι’ αυτόν. Είναι ένα σκεύος, μέσα από αυτό μας έρχονται φωνές από αιώνες Γι’ αυτό και οι Έλληνες κρεμιούνται από πάνω του σαν σπουργίτια!».

Αυτό είναι το ψυχαναλυτικό κλειδί για την κατανόηση του φαινομένου. Έστω και αν στη σημερινή ζωή μας δεν υποφέρουμε από φτώχεια, προσφυγιά, πόλεμο και αναγκαστική μετανάστευση, πηγαίνοντας όμως γενιές πίσω, οι ρίζες του νεώτερου Ελληνισμού βουτούν σε ένα βαθύ ιστορικό στρώμα που λιπαίνεται από τον καθημερινό μόχθο της βιοπάλης και υγραίνεται από τα δάκρυα πόνου του "καημού της ρωμιοσύνης".

Δεν είνα τυχαία η έκφραση του Μίκη "σαν σπουργίτια", γιατί έτσι ακριβώς ως ίσοι, απλοί και ανώνυμοι στεκόμαστε όλοι μας -και ας μην το συνειδητοποιούμε- μέσα στο βαθύτερο δράμα της καθημερινότητας. Δίπλα-δίπλα και αδελφικά, σα μικρά, αδύναμα και ταπεινά σπουργίτια, χωρίς χαρούμενα περίτεχνα κελαϊδίσματα και φανταχτερά χρώματα και δυνατές φτερούγες βίωναν οι προηγούμενες γενιές τα σκοτεινά και τα δύσκολα χρόνια του Ελληνισμού. Εκεί πίσω βρίσκεται η πηγή του πόνου και αυτό το νάμα διαυλίζεται και ανεβαίνει στο σήμερα μέσα από τη φωνή του Καζαντζίδη.

Τα παραμύθια καταφέρνουν να μεταφέρουν τον άνθρωπο σε έναν άλλο μυθικό χωρόχρονο. Το πετυχαίνουν ακόμα και για τον σύγχρονο άθρωπο, ας είμαστε εξοπλισμένοι με τη σιγουριά της φυσικής ασφάλειας, ας είμαστε κορεσμένοι από την ευμάρεια και από την έκθεση σε κάθε είδους αισθητική εμπειρία. Τα παραμύθια μάς προσφέρουν μια μαγική θέαση σε άλλους τόπους και καιρούς, εκεί όπου φυσικές και υπερφυσικές δυνάμεις συμπλέκονται μεταξύ τους αξεδιάλυτα ακόμα (δράκοι και μάγισσες, αλλά και ταξίδια, παθήματα και μαθήματα απλών ανθρώπων), διαπλάθοντας έτσι το κοινωνικό μας ήθος, το συλλογικό συναίσθημα και τη λαϊκή φαντασία. Πίσω από τα παραμύθια υπάρχει όμως και μια ψυχική αιτία, κάποια αληθινή ατομική ή συλλογική εμπειρία.

Η φωνή του Καζαντζίδη έχει την ίδια τελεστική δύναμη του παραμυθιού.Το τραγούδι του μας φέρνει σε επαφή -χωρίς να έχουμε πάντα επίγνωση- με τις βαθύτερες συλλογικές συναισθηματικές εμπειρίες των γενεών που πέρασαν, αυτές που συγκροτούν τον λαϊκό πολιτισμό μας και που λανθάνουν στο πολιτισμικό υποσυνείδητό μας. Είναι πόνος και λυγμός τα τραγούδια του Καζαντζίδη, όπως το αντιλήφθηκε ο Μίκης, γιατί τραγουδάνε τις δυσκολίες που συναντά ο άνθρωπος ως άτομο μέσα σε μια αλλότρια και άδικη κοινωνία. Τραγοπυδάνε ακόμα το ερωτικό παράπονο, την έλλειψη ανταπόκρισης μεταξύ των αθρώπων.

Αυτά τα βάσανα και οι καημοί που τραγουδά ο Στέλιος δεν είναι κάποιος ξεχωριστός πόνος ετούτου μόνο του λαού. Είναι γνήσια ντέρτια και καημοί κάθε λαού και κάθε ατόμου που βίωσε και βιώνει παρόμοιες καταστάσεις. Γι' αυτό και έγινε ο Καζαντζίδης ο αγαπημένος τραγουδιστής των Αλβανών μεταναστών στην Ελλάδα -όταν έμαθαν να καταλαβαίνουν και τα λόγια- ακριβώς γιατί τραγουδούσε τους πόνους και τους καημούς του κάθε λαϊκού ανθρώπου. Όταν ο Καζαντζίδης τραγουδά, ταυτίζεται με το τραγούδι ως άνθρωπος, πέρα από έθνη και κοινωνίες. Γίνεται ο ίδιος πρόσφυγας, μετανάστης, βιοπαλαιστής, απογοητευμένος εραστής. Δεν τραγουδά την ιστορία ενός άλλου υποκειμένου. Εκείνη τη στιγμή, με λυγμό και σπάσιμο της φωνής, βιώνει το λύγισμα της ανθρώπινης ψυχής κάτω από το βάρος της κοινωνικής αδικίας, της πρακτικής δυσκολίας και του συναισθηματικού πόνου. Μέσα από αυτή την ολοκληρωτική ταύτιση ο Στέλιος δεν αφηγείται μια εικόνα που περιγράφει ο στίχος αλλά εμφανίζεται μπροστά μας ως πραγματικό πρόσωπο: το ίδιο το δρων υποκείμενο του στίχου. Tραγουδά τις δικές του οδύνες και τις δικές του απογοητεύσεις που είναι κοινές για κάθε λαϊκό άνθρωπο.  

Μίλησα όμως αρκετά για το "φαινόμενο" χωρίς το βιογραφικό πλαίσιό του. Παρασύρθηκα και θα αφήσω τώρα χώρο για μια συνοπτική αφήγηση του βίου και του έργου του, όπως την περιέλαβα στο βιβλίο μου. Για όσους δεν γνωρίζουν περισσότερα για τον Καζαντζίδη, νομίζω πως η περιγραφή στο βιβλίο θα βοηθήσει στην κατανόηση του μεγέθους που συνιστά ο Καζαντζίδης για τον πολιτισμό του έθνους μας αλλά και του κόσμου ακόμη. 

 

ΥΓ: Δεν θα παρακολουθήσω την ταινία, αν και το σκέφτηκα (τείνει να με παρασύρει και μένα ο συρμός) και το εξηγώ: Γνώρισα τη φωνή του Καζαντζίδη στα νιάτα μου, την εποχή που έφυγα για σπουδές στην Αμερική, στις αρχές του '90. Παρά το ότι στο σπίτι δεν είχαμε σχεδόν καμιά μουσική επαφή με το λαϊκό τραγούδι, εγώ τότε θεώρησα τον εαυτό μου ένα είδος μετανάστη (!) και προετοιμάτηκα για την ξενιτιά, όπως το έκαναν οι προηγούμενες γενιές του '50 και του '60. Αγόρασα δίσκους με τα γνωστότερα τραγούδια του Καζαντζίδη από άμπλουμ με τις μεγαλύτερες επιτυχίες, αυτά δηλαδή που βγάζουν εκ των υστέρων οι εταιρίες για να στίψουν άλλη μια φορά τη λεμονόκουπα. Έφτιαξα δύο κασέτες με τραγούδια του Στέλιου (όπως και άλλες με Θεοδωράκη και Χατζιδάκι) για να έχω να ακούω και να αναπολώ την πατρίδα. Από το πρώτο άκουσμα της "Φωνής" μαγεύτηκα. Θυμήθηκα τότε ένα περιστατικό όταν ήμουν μικρό παιδάκι, το 1975, χωρίς να ξέρω τίποτα περισσότερο πέρα από το ότι υπάρχει κάποιος σημαντικός "τραγουδιστής για τους μεγάλους" που λεγόταν Καζαντζίδης: στην κάτω πλατεία της Άμφισσας (Ησαϊα) και συγκεκριμένα έξω από το κτίριο του ΟΤΕ, βρισκόταν μεσημεριάτικα -είχαμε τελειώσει το σχολείο και χαζολογούσαμε στην πλατεία- ένα αυτοκίνητο με ανοικτό το μεγάφωνο στη διαπασών. Έπαιζε συνεχώς ένα και μόνο τραγούδι. Ο άνθρωπος είχε μάλλον ζητήσει και του είχαν γράψει ολόκληρη κασέτα με αυτό το τραγούδι και μόνο. Οι στίχοι καρφώθηκαν στο μυαλό μου: "Υπάρχω!" έλεγε και ξανάλεγε μια βαθειά πονεμένη φωνή. Έμεινε τόσο ζωντανή μέσα μου αυτή η λέξη μαζί και η χροιά της φωνής που την ενσάρκωνε, που την ξαναθυμήθηκα όταν έγραφα τις δικές μου "κασέτες της ξενιτιάς". Τότε γνώρισα τον κόσμο του Καζαντζίδη, τον βαθύτερο κόσμο της ελληνικής ψυχής, όπως αποκαλύπτεται μυσταγωγικά μέσα από το τραγούδι του Στελλάρα. Δεν το προσεγγίζεις νοητικά αυτό· είναι βιωματικό, ταυτίζεσαι ενστικτωδώς με τον ψυχισμό του τραγουδιστή. Γι' αυτό το λόγο δεν θα δω την ταινία. Δεν καταλαβαίνεω το νόημα της κινηματογραφικής αναπαράστασης του βίου κάποιου που ζει και υπάρχει μόνο με΄σα απο τη φωνή του, μεσα από τα τραγούδια του. Δεν μου χρειάζεται επιπλέον ούτε το αφηγηματικό -βιογραφικό- κομμάτι, μια και για το γράψιμο του βιβλίου έκατσα διάβασα και είδα κάμποσα για τη ζωή του. Δεν με ενδιαφέρει να ακούσω "βλέποντας". Πόσο μάλλον που όσο καλός και να είναι ο ερμηνευτής των τραγουδιών του Στέλιου (και οι περισσότεροι λένε ότι ο Χρήστος Μάστορας που ενσαρκώνει τον Στέλιο στην ταινία κάνει μια εξαιρετικά τίμια και ειλικρινή προσπάθεια), πάντα "κάτι" θα λείπει. Ο Καζαντζίδης είναι τόσο ανεπανάληπτος που απλά δεν αντέχω να ακούω το τραγούδι και να νιώθω πως σε αυτή τη στροφή, σε αυτό το στίχο, σε αυτό το ρεφραίν, κάτι λείπει σε λυγμό, σε όγκο, σε βάθος, σε κλάμα. Μένω λοιπόν με τις κασέτες μου...

 


Β.7.2. ΣΤΕΛΙΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΙΔΗΣ (Ν. Ιωνία Αττικής 1931 - Αθήνα 2001), σελ. 188, "Τα επιτεύγματα της ελευθερίας"

Ο Καζαντζίδης είναι ο θρύλος του ελληνικού λαϊκού τραγουδιού, η ελληνική «φωνή του αιώνα» –ίσως των αιώνων. Είναι επίσης ο αγαπημένος «Στελλάρας» των Ελλήνων.

Γεννήθηκε από γονείς πρόσφυγες. Ο πατέρας του, Μπάμπης, ήταν Πόντιος από τα Κοτύωρα και η μητέρα του, Γεσθημανή, την οποία υπεραγαπούσε, ήταν από την Αλάγια της νοτιοδυτικής Μικρασίας. Ήταν η πέμπτη γέννα της μητέρας του, η οποία τον έταξε στον Άγιο Στυλιανό γιατί είχε χάσει τα άλλα της παιδιά σε βρεφική ηλικία. Έζησε τα παιδικά του χρόνια στην προσφυγογειτονιά της Νέας Ιωνίας, βοηθώντας τον οικοδόμο πατέρα του στη βιοπάλη. Το βράδυ που ο πατέρας γυρνούσε από τη δουλειά, έχτιζαν μαζί οι τρεις τους, με το φως της λάμπας, το μικρό σπίτι όπου μεγάλωσε.

Δεν έμελλε να χαρεί τον πατέρα του, επειδή αυτός ήταν πολιτικοποιημένος και δυστυχώς έπεσε θύμα των ακροτήτων του Εμφυλίου [1]. Έτσι από τα 14 του χρόνια, όπως τόσα άλλα παιδιά του καιρού του σε αυτήν την ηλικία, ο Στέλιος δούλευε είτε ως βιοπαλαιστής σε εργοστάσια είτε ως μικροπωλητής.

Η προικισμένη φωνή όμως ανέβλυζε από μέσα του σαν γάργαρη πηγή και έτσι ο μικρός Στέλιος δεν σταματούσε να τραγουδά, είτε βρισκόταν στον δρόμο είτε στη δουλειά. Στη γειτονιά έμαθε τις τεχνικές του λαϊκού τραγουδιού, τις ανάσες, το κλάμα στη φωνή. «Μπορεί να κλάψει τραγούδι;» ρωτούσε ο ίδιος αργότερα για κάποιον νέο τραγουδιστή που του είπαν ότι μπορούσε να γίνει διάδοχός του στο λαϊκό τραγούδι).

Στο εργοστάσιο «Έσπερος» όπου εργαζόταν, τον άκουσε να τραγουδά το αφεντικό του (Πόντιος και αυτός) και του χάρισε μια κιθάρα, για να μπορεί να τραγουδάει σε νυκτερινά κέντρα και να συμπληρώσει το εισόδημά του (οι τραγουδιστές τότε έπρεπε να φέρνουν μαζί τους και το μουσικό όργανο που έπαιζαν).

Μια Κυριακή μεσημέρι, στις ώρες της σχόλης στο φτωχικό τους, τον άκουσε κατά τύχη να τραγουδά ένας περαστικός που είχε σχέση με τον χώρο του τραγουδιού. Ζήτησε να δει τον Στέλιο και αμέσως του πρότεινε να εμφανιστεί στο μαγαζί του. Με αυτόν τον απροσχεδίαστο τρόπο ξεκίνησε η καριέρα του μεγαλύτερου Έλληνα λαϊκού τραγουδιστή.

Την περίοδο των πρώτων αυτών εμφανίσεων μαθήτευσε κοντά στον τυφλό δάσκαλο της μουσικής, συνθέτη και λαϊκό τραγουδιστή Στέλιο Χρυσίνη. Η πρώτη επαγγελματική δουλειά ήταν το 1952 με τον Απόστολο Καλδάρα, αλλά δεν είχε επιτυχία. Ο ρεμπέτης Γιάννης Παπαϊωάννου αντιλήφθηκε όμως τις δυνατότητες της φωνής του και έτσι ηχογράφησαν μαζί τις «Βαλίτσες» τραγούδι που έγινε αμέσως επιτυχία. Χωρίς διαφήμιση και χωρίς οποιαδήποτε συστηματική προώθηση κατά την πρώτη αυτή περίοδο, η φωνή του Καζαντζίδη συγκίνησε τον κόσμο. Επιβλήθηκε γρήγορα σαν πρώτο μέγεθος στο λαϊκό τραγούδι και από τα είκοσί του χρόνια είχε γίνει διάσημος.

Πρόκειται για μοναδικό φωνητικό φαινόμενο. Η φωνή του έχει τεράστιο δυναμικό εύρος και μαζί φυσική, ανεπιτήδευτη πλαστικότητα. Από απαλή και χαμηλόφωνη μπορεί μεμιάς και αβίαστα να αποκτήσει επιβλητική ένταση και όγκο. Σαν να μαζεύει δύναμη στα έγκατα της ψυχής για ν’ ανυψωθεί στα ουράνια.

«Ο Καζαντζίδης είναι ένα μεγάλο Αααα, είπε γι’ αυτόν ο Δ. Σαββόπουλος. Με αυτό το σπαρακτικό «Αααα!» η φωνή του Καζαντζίδη πλημμυρίζει τον χώρο με τη σαρωτική δύναμη γιγάντιου κύματος. Είτε χαμηλότονη είτε υψηλότονη, η φωνή του έχει υφή γλυκιά και ευγενική, εκφραστική και θερμή.

Είναι όμως πάντα πονεμένη, γι’ αυτό και ήταν η φωνή που παρηγορούσε όσους ζούσαν μέσα στα βάσανα της βιοπάλης, του κοινωνικού αποκλεισμού και της ξενιτιάς. Στα τραγούδια του Καζαντζίδη η φωνή και η προσωπικότητά του τραγουδιστή επιβάλλονται πάνω στον στίχο και στη μελωδία. Μόνο αυτός ερμηνεύει με τέτοια ειλικρίνεια και ευγένεια το βαθύ συναίσθημα του πόνου. Δεν μπορείς να ακούσεις άλλον να προσπαθεί να τον φτάσει. Είναι απλά ασύγκριτος και αξεπέραστος.

Όπως και η Κάλλας στην όπερα, έτσι και αυτός λατρεύτηκε από τον κόσμο, σαν να είχε και αυτός ένα θεϊκό χάρισμα. Με την ίδια συνείδηση της μεγάλης του αξίας, το ίδιο ασφυκτιώντας μέσα στο περιβάλλον που του επέβαλλε η οικονομική πλευρά της ψυχαγωγίας, εντελώς αναντίστοιχο με την ευαισθησία και το ήθος του, ζήτησε και αυτός να ορίσει τον χώρο του με τον ίδιο τρόπο. Θέλησε να τον εξαγνίσει από την εκμετάλλευση του «συστήματος» και να αποδώσει στον καλλιτέχνη τη δίκαιη αμοιβή του. Η μοναδική ποιότητα της φωνής του χάριζε στον ίδιο μόνο δημοφιλία, ενώ πλούτιζε όλους τους άλλους. Απαίτησε επίσης να τραγουδά ό,τι πίστευε πως του ταιριάζει εκφραστικά και ψυχικά και να το ερμηνεύει όπως ο ίδιος το ένιωθε.

Όταν η περίφημη «Μαντουμπάλα» [2] έκανε πωλήσεις ρεκόρ, ο Καζαντζίδης ήταν ήδη κορυφαίος καλλιτέχνης. Ενώ όμως η δισκογραφική εταιρία κέρδισε εκατομμύρια από τον δίσκο, ο ίδιος ο τραγουδιστής αμείφθηκε μόνο με 1.000 δραχμές, αφού τότε οι μουσικοί αμείβονταν εφ’ άπαξ μόνο, χωρίς ποσοστά. Ο Καζαντζίδης ξεκίνησε δικαστικό αγώνα για να αλλάξει το συμβόλαιό του. Δικαιώθηκε τελικά και έτσι οι υπόλοιποι τραγουδιστές οφείλουν την αλλαγή των συμβολαίων τους από το 1959 και μετά, στον δικό του αγώνα και στη δική του υπερηφάνεια.

Ο Καζαντζίδης επαναστάτησε και κατά του κατεστημένου των «καλών» μαγαζιών στα οποία εμφανιζόταν. Οι θαμώνες δεν ήταν πια το λαϊκό κοινό στο οποίο απευθύνονταν τα τραγούδια του λαϊκού βάρδου, αλλά μεγαλοαστοί και νεόπλουτοι επιδειξίες, οι οποίοι πήγαιναν περισσότερο για να «δουν» το αστέρι του λαϊκού τραγουδιού, παρά για να «ακούσουν» και για να ταυτιστούν με τον καημό της φωνής του. Το τραγούδι γινόταν θέαμα, συνοδευόταν με σπασίματα πιάτων και ακριβά ποτά, ενώ τα αφεντικά των μαγαζιών έδειχναν δουλική συμπεριφορά προς τους ακριβοντυμένους πελάτες, ζητώντας από τις τραγουδίστριες να επισκέπτονται τα τραπέζια των πλουσίων.

Για τον Στέλιο όμως το τραγούδι ήταν κλάμα ψυχής, μυσταγωγία, κι όχι ψυχαγωγία για χοντρά πορτοφόλια. Απαυδισμένος από την εκμετάλλευση του ίδιου και των υπόλοιπων καλλιτεχνών, ο Καζαντζίδης αποφάσισε απότομα, οριστικά και αμετάκλητα, να διακόψει τις ζωντανές εμφανίσεις του το 1965.

Έμεινε ιστορική επίσης η διαμάχη του μετά το 1975 με την εταιρία ΜΙΝΟΣ, της οποίας το συμβόλαιο τού επέβαλλε καταχρηστικούς όρους. Ο Καζαντζίδης κατήγγειλε την επαχθή σύμβαση, διεκδικώντας τη δικαστική του δικαίωση. Στον αγώνα αυτόν το μεγαλύτερο ηθικό του όπλο ήταν η σιωπή. Αποσύρθηκε από το τραγούδι μέχρι που δικαιώθηκε, καθώς με ειδική νομοθετική ρύθμιση το 1986 καταργήθηκαν οι ισόβιες συμβάσεις στην Ελλάδα. Μόνο τότε επανήλθε στο τραγούδι, με τον «Δρόμος της επιστροφής» (1987), ολοκληρώνοντας τη συγκλονιστική του επαναφορά το 1988 με τον δίσκο «Ελεύθερος».

Σύμφωνα με τους αυτόπτες της ηχογράφησης, η φωνή με το χαρακτηριστικό «Αααα!», ξεκούραστη και διψασμένη για έκφραση μετά την πολύχρονη σιωπή, έκανε τις βελόνες της κονσόλας στο στούντιο να φτάσουν στο κόκκινο!

Ήταν ήδη ένας μύθος του λαϊκού τραγουδιού. Η απουσία από το πάλκο και αργότερα η σιωπή, αντί να μειώσουν, αύξησαν αντίθετα την αγάπη του κόσμου. Η φωνή του δεν είχε θαυμαστές, αλλά πιστούς. Πιο έντονη ήταν η σχέση λατρείας με τους μετανάστες. Τα εργοστάσια στη Γερμανία, στην Αμερική ή στην Αυστραλία γέμιζαν με Έλληνες εργάτες που έφερναν όμως μαζί τους και τα τραγούδια του Καζαντζίδη, σαν φυλαχτό της Πατρίδας για να απαλύνει την πίκρα της ξενιτιάς.

Ήταν όμως και αυτός φτιαγμένος από εύθραυστο υλικό. Αγανακτούσε εύκολα, γινόταν καταγγελτικός και οξύς με όσους θεωρούσε ότι δεν τον σέβονταν, με όσους νόμιζε πως τον εκμεταλλεύονταν. Έκανε υγιεινή και μετρημένη ζωή, αλλά είχε και πρακτικές ανθρώπινες αδυναμίες, ενώ ήταν μάλλον ευκολόπιστος. Γι’ αυτό και έχασε ξανά και ξανά τα χρήματά του σε αμφίβολες επενδύσεις, εκεί όπου τον παρέσυραν οι επιτήδειοι.

Ήταν επίσης ευαίσθητη ψυχή, δεν μπορούσε να αρνηθεί χατίρι σε κανένα. Έγινε νονός 268 φορές (!) και άλλες τόσες στεφάνωσε ζευγάρια, αφού έρχονταν άγνωστοί του από όλο τον Ελληνισμό –ακόμα και από την Αυστραλία– για να του ζητήσουν να βαφτίσει τον δικό τους μικρό Στέλιο και για να τους «ευλογήσει» με την παρουσία του στο μυστήριο. Ο ίδιος δυστυχώς δεν μπορούσε να αποκτήσει παιδιά λόγω ενός σοβαρού ατυχήματος κατά τη στρατιωτική του θητεία, κάτι που του στοίχισε μια μόνιμη πικρία στη ζωή του.

Αρραβωνιάστηκε με την Καίτη Γκρέυ, αλλά τελικά δεν παντρεύτηκαν. Αργότερα όμως παντρεύτηκε με την επίσης μεγάλη τραγουδίστρια Μαρινέλλα, με την οποία αποτέλεσαν ένα αλησμόνητο καλλιτεχνικό δίδυμο. Χώρισαν μετά από λίγους μήνες, γιατί ο Καζαντζίδης είχε μια πολύ πιο παραδοσιακή αντίληψη για τον γάμο, που δεν την συμμεριζόταν η Μαρινέλλα. Πάντως παρέμειναν αγαπημένοι φίλοι και θαύμαζαν καλλιτεχνικά ο ένας τον άλλο.

Βρήκε την ηρεμία και την οικογενειακή θαλπωρή που ζητούσε στη δεύτερη σύζυγό του, τη Βάσω Κατσαβού, που την αποκαλούσε «Κυρά». Με πατρική στοργή αγάπησε τη θυγατέρα της και τα παιδιά της σαν να ήταν δικά του εγγόνια. Τη γαλήνη την έβρισκε επίσης στο μικρό και απλό εξοχικό του στον Άγιο Κωνσταντίνο, όπου ασχολούνταν καθημερινά με το ψάρεμα. Τραγουδούσε συχνά για το μεράκι του στη μικρή συντροφιά των φίλων του ψαράδων της περιοχής.

Είναι αμέτρητα τα τραγούδια του που έγιναν επιτυχίες. Η παρουσία του και μόνο σε μια συνεργασία με κάποιον συνθέτη ή στιχουργό, την έκανε κλασική. Αναφέρουμε ενδεικτικά δύο αριστουργηματικές ηχογραφήσεις του με τους δύο γίγαντες συνθέτες της ελληνικής μουσικής και οι οποίες έμειναν σταθμοί στην ελληνική μουσική:

Το πέλαγο είναι βαθύ», σε μουσική του Χατζιδάκι και ποίηση του Νίκου Γκάτσου, με τη συνοδεία της Μαρινέλλας και με το μπουζούκι του Μανώλη Χιώτη να κεντολογά μαζί τους μελαγχολικά και ονειροπόλα·

Το Σαββατόβραδο», σε μουσική Θεοδωράκη και ποίηση του Τάσου Λειβαδίτη, πάλι σε μια αρμονική διφωνία με τη Μαρινέλλα και με το μπουζούκι του Χιώτη να ακολουθεί θρηνητικά τη φωνή του Στέλιου.

Τα ονόματα των κορυφαίων καλλιτεχνών στις ιστορικές αυτές συνεργασίες προκαλούν δέος από μόνα τους. Η συγκέντρωση τέτοιας καλλιτεχνικής αξίας στην έντεχνη λαϊκή μουσική δημιουργία σηματοδοτεί την ανεπανάληπτη χρυσή εποχή του ελληνικού τραγουδιού, καρπό της ελπίδας και του ονείρου μέσα στην Ελλάδα της προσφυγιάς και της βιοπάλης.

Σε μια συνάντηση του Καζαντζίδη με τον Θεοδωράκη, καλεσμένοι οι δυο τους σε τηλεοπτική εκπομπή, ο Μίκης είπε γι’ αυτόν: «Όταν τραγουδά ο Στέλιος, ο ίδιος χάνεται, δεν υπάρχει πια. Υπάρχει μόνο η φωνή του». Και μετά, ακουμπώντας το χέρι του πάνω στην καρδιά του Στέλιου, συνέχισε: «Δεν είναι το μέταλλο που τραγουδά αλλά η καρδιά του, και αυτό είναι επίπονο γι’ αυτόν. Είναι ένα σκεύος, μέσα από αυτό μας έρχονται φωνές από αιώνες Γι’ αυτό και οι Έλληνες κρεμιούνται από πάνω του σαν σπουργίτια!»

«Υπάρχω!» τραγουδούσε το 1975 ο «Στελλάρας» προκαλώντας παραλήρημα, γιατί στην κραυγή αυτή οι «πιστοί» του ένιωθαν ότι μιλά για τη δική τους ύπαρξη, αυτήν που άντεχε σε πείσμα της φτώχιας, του πόνου και της δυσκολίας. Αλήθεια έλεγε: υπάρχει και θα υπάρχει πάντα η φωνή του Καζαντζίδη για να εκφράζει τους καημούς και τα βάσανα της ψυχής των Ελλήνων.

 


Σημειώσεις:

[1]: Ξυλοκοπήθηκε άγρια από πολιτικούς αντιπάλους του, μπροστά στον γιό του, και πέθανε σύντομα από επιπλοκές.

[2]: Η Μαντουμπάλα (Mumtaz Jehan Begum Dehlavi, καλλιτεχνικό όνομα Madhubala, 1933-1969), ήταν θρυλική και πανέμορφη ηθοποιός του ινδικού κινηματογράφου. Το αντίπαλο δέος του τραγουδιού «Μαντουμπάλα» ήταν το τραγούδι του Στέλιου για μια άλλη ανατολίτισσα, τη «Ζιγκουάλα», τεράστια επιτυχία του και αυτή.

 


Παραπομπές:

1. Τραγουδώντας  Στελλάρα Καζαντζίδη! 

2. Και θα υπάρχει....

 

 

 

Καζαντζίδης Στ., Λαϊκό τραγούδι