
Ο μέγας ευεργέτης των γυναικών όλου του κόσμου
Αναδημοσίευση από το βιβλίου μου "Τα Επιτεύγματα της Ελευθερίας" (σελ. 80-83)
Β.2.2. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ (Κύμη 1883 – Μαϊάμι 1962)
Ο Παπανικολάου έδειξε από παιδί ότι ήταν προικισμένος με ξεχωριστή ευφυΐα και φιλομάθεια. Όταν τελείωσε το Δημοτικό Σχολείο στην Κύμη Ευβοίας όπου ζούσε η οικογένειά του, ο ιατρός και βουλευτής πατέρας του τον έστειλε να ολοκληρώσει τις εγκύκλιες σπουδές του στην Αθήνα. Σε ηλικία μόλις 15 ετών γράφτηκε στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, από όπου πήρε το πτυχίο του σε ηλικία 21 ετών. Στα φοιτητικά του χρόνια ασχολήθηκε εντατικά και με την εκμάθηση ξένων γλωσσών, τη λογοτεχνία, τη φιλοσοφία και τη μουσική, μαθαίνοντας και βιολί, το οποίο έγινε η αγαπημένη του ψυχαγωγία. Από τα φοιτητικά του χρόνια τον επηρέασε βαθύτατα ο Νίτσε, κάνοντας έτσι το ασκητικό ιδεώδες του Υπερανθρώπου την κατευθυντήρια γραμμή στην ιδεολογία του Παπανικολάου και στις θεμελιώδεις επιλογές της ζωής του.
Τελειώνοντας τη στρατιωτική του θητεία επέστρεψε στην Κύμη, αρνούμενος την πρόταση του πατέρα του να γίνει στρατιωτικός ιατρός ή –έστω– να ασκήσει το ιατρικό επάγγελμα μαζί με τον πατέρα του στον γενέθλιο τόπο. Ήδη ένιωθε ότι μόνο η προσήλωση στην έρευνα και στην καθαρή σκέψη ταίριαζε στην ιδιοσυγκρασία του. Αντί να συμβιβαστεί με την πρακτική του ιατρικού επαγγέλματος στην επαρχία, προτιμούσε να περιπατεί ασταμάτητα στις εξοχές της Κύμης διαβάζοντας εντατικά φιλοσοφία και λογοτεχνία. Παράλληλα, ασκούσε το σώμα και το πνεύμα του επιμένοντας να καλλιεργεί ο ίδιος τα πατρικά κτήματα.
Για να δώσει διέξοδο στην ενεργητικότητα του γιου, ο οποίος καταφανώς ασφυκτιούσε μέσα στο επαρχιακό περιβάλλον, ο πατέρας του τον έστειλε το 1907 για μεταπτυχιακές σπουδές στη Γερμανία. Ο Παπανικολάου πήρε εκεί το διδακτορικό του δίπλωμα με την εργασία «Περί των συνθηκών της διαφοροποιήσεως του φύλου των Δαφνιδών». Η ποιότητα αυτής της εργασίας –αλλά και η τύχη συνάμα, όπως θα φανεί σε λίγο– έπαιξε αργότερα αποφασιστικό ρόλο στη ζωή του.
Σημειώνεται ότι στην απόφασή του να πάει στη Γερμανία επηρεάστηκε και από την προτροπή του στενού του φίλου, του Αμφισσέα Αλέξανδρου Δελμούζου, με τον οποίο αλληλογραφούσε τακτικά. Ο Παπανικολάου ήταν από τότε ένθερμος δημοτικιστής, κάτι το οποίο δήλωνε για τους αστικούς κύκλους εκείνης της εποχής έναν –σχεδόν– κοινωνικό επαναστάτη.
Όταν ξαναγύρισε από τη Γερμανία στην Κύμη ένιωσε πάλι, αλλά τώρα με ακόμα πιο δραματικό τρόπο, τη διάσταση μεταξύ των επιθυμιών του οικογενειακού του περιβάλλοντος για επαγγελματική και κοινωνική αποκατάσταση και της αποστολής την οποία ο ίδιος είχε προσδιορίσει για τον εαυτό του. Βρισκόταν έτσι μετέωρος και ανικανοποίητος το καλοκαίρι, όταν έτυχε να γνωρίσει τη μέλλουσα σύζυγό του, την Μυκονιάτισσα Ανδρομάχη (Μάχη) Μαυρογένους (απόγονος συγγενών της Μαντώς Μαυρογένους, της τραγικής ηρωίδας της Επανάστασης), η οικογένεια της οποίας παραθέριζε στην Κύμη. Η γυναίκα αυτή έγινε ακούραστη σύντροφος ζωής αλλά και αφοσιωμένος υπηρέτης της πολύ ιδιαίτερης ιδιοφυίας του Παπανικολάου.
Ο νεαρός γιατρός διέγνωσε αμέσως στη Μάχη αυτό που ζητούσε ως στήριξη στα φιλόδοξά του σχέδια: αντοχή, διακριτική παρουσία, ανιδιοτέλεια. Της έθεσε τρεις όρους πριν παντρευτούν: να μην κάνουν παιδιά –γιατί θα ήταν εμπόδιο στη δική του αφοσίωση στην έρευνα· να μην έχει καμία προσωπική απαίτηση· να τον ακολουθήσει σε περίπτωση που αναγκαζόταν να φύγει από την Ελλάδα.
Η Μάχη φαίνεται κερδήθηκε χωρίς μάχη και έτσι το ζεύγος παντρεύτηκε σχεδόν αμέσως, παρά την αντίθεση των γονιών του που επεδίωκαν έναν πιο συμβατικό γάμο, ίσως με μια ντόπια πολύφερνη νύφη. Ο Γεώργιος και η Μάχη όμως έζησαν έκτοτε με απόλυτη συζυγική αρμονία, με την αίσθηση ότι ο καθένας ήταν συμμέτοχος σε μια ανώτερη κοινή ηθική προσπάθεια, η οποία πραγματώνεται μέσω της επιστημονικής εργασίας του ενός και με την ανιδιοτελή στήριξη του άλλου.
Η οροθεσία του Παπανικολάου προς τη σύζυγο, ακατάληπτη και κατακριτέα σήμερα, φανερώνει την αποφασιστικότητά του και την αίσθηση αποστολής που τον κατείχε. Δηλώνει όμως ταυτόχρονα και την εγωιστική του πεποίθηση ότι του οφείλονται όλα τα υλικά και ηθικά μέσα για την εκπλήρωση του έργου του. Για τον γάμο του ο ίδιος είπε: «Εις τον γάμον δεν εζήτησα ούτε την ευτυχίαν, εις την οποίαν δεν πιστεύω, ούτε την απόλαυσιν, την οποία περιφρονώ αλλά την ενδυνάμωσιν του εαυτού μου και την πλήρην συγκέντρωσιν, η οποία θα μου επιτρέψει να εργασθώ εντατικότερον και να φτάσω ασφαλέστερον εις το τέρμα των πόθων μου. Το ότι θα υποφέρω το ξεύρω, αλλά δεν με φοβίζει...».
Έφυγαν μαζί για την Αμερική το 1913, όπως τον συμβούλεψαν κάποιοι Ελληνοαμερικανοί εθελοντές ιατροί με τους οποίους συνυπηρέτησε κατά τους Βαλκανικούς πολέμους το 1912. Έφυγαν όμως χωρίς χρήματα και χωρίς εξασφαλισμένη εργασία, με την ελπίδα μόνο, αλλά και με τη σταθερή πεποίθηση ότι πορεύονται προς την πραγμάτωση του πεπρωμένου του συζύγου.
Για να τα βγάλουν πέρα τους πρώτους μήνες ο γιατρός έκανε τον πωλητή χαλιών σε πολυκατάστημα –ακόμα και βιολί αναγκάστηκε να παίξει για βιοπορισμό–, ενώ η Μάχη έραβε κουμπιά για 5 δολάρια την εβδομάδα. Τότε ήταν που τους στάθηκε η καλή τύχη. Ο καταβεβλημένος και αποθαρρημένος πλέον Παπανικολάου απευθύνθηκε στον διάσημο εκείνη την εποχή γενετιστή Τ. Μόργκαν, ο οποίος είχε χρησιμοποιήσει στο έργο του τα πορίσματα της διδακτορικής διατριβής του 'Ελληνα ερευνητή. Σε αυτό το αταίριαστο για τον χαρακτήρα του Παπανικολάου βήμα τον παρακίνησε έντονα η σύζυγός του. Όπως ανέμενε με σιγουριά η Μάχη, ο Μόργκαν τον δέχθηκε με πολλή ευγένεια. Αμέσως μεσολάβησε ώστε να δοθεί στον Παπανικολάου μια θέση στο παθολογοανατομικό εργαστήριο του Νοσοκομείου της Νέας Υόρκης.
Μόλις άνοιξε η πρώτη σημαντική πόρτα, ο Παπανικολάου ξαναβρήκε το σθένος του την αποφασιστικότητά του. Η εργατικότητα, η παραγωγικότητα και η μεθοδικότητά του τού χάρισαν σύντομα μια θέση στο ανατομικό εργαστήριο του περίφημου Πανεπιστημίου Κορνέλ. Αυτή την ευκαιρία ζητούσε, δηλαδή να βρεθεί εκεί που υπάρχει αφθονία μέσων και όπου ήταν δυνατή η γενναιόδωρη διάθεσή τους σε μια εκκολαπτόμενη ιδιοφυΐα. Ήξερε φυσικά ότι δεν μπορούσε να βρει τέτοιο παραγωγικό περιβάλλον στην Ελλάδα. Όπως έγραφε στον φίλο του Γ. Σεφέρη, ήταν δυστυχώς απόλυτα απογοητευμένος από τη στενότητα του χώρου, από τη φτώχεια των μέσων και τη συντηρητικότητα των ιδεών στην πατρίδα του.
Έμεινε στο Κορνέλ συνολικά 44 χρόνια, ανεβαίνοντας όλη την κλίμακα της πανεπιστημιακής ιεραρχίας, μέχρι αυτή του Ομότιμου Καθηγητή. Δεν βγήκε όμως ποτέ από το εργαστήριο για να διδάξει. Μέσα σε αυτό το εργαστήριο έδινε τον καθημερινό πολύωρο αγώνα του με την Επιστήμη, ενώ η Μάχη ήταν πάντα δίπλα του για να αναλαμβάνει εκείνη όλες τις φροντίδες της πρακτικής ζωής. Αυτή οδηγούσε το αυτοκίνητό τους στη μοναδική σχεδόν διαδρομή που έκαναν, δύο ώρες μεταξύ Πανεπιστημίου και σπιτιού και πάλι πίσω, καθόσον αυτός διάβαζε τις επιστημονικές του εργασίες στην πίσω θέση του αυτοκινήτου. Αυτή πάλι φρόντιζε για το φαγητό και για την αλληλογραφία του, ζώντας μέσα στη μονολιθική ζωή που επέλεξε ο σύζυγος, την οποία όμως η Μάχη αποδέχθηκε πρόθυμα και καρτερικά. Φαίνεται ότι στη σχέση τους πραγματώθηκε η συζυγία, με όλο το μεταφορικό νόημα της λέξης.
Έκαναν ένα και μοναδικό διάλειμμα στη μονοδιάστατη και κοινωνικά στερημένη τους ζωή, όταν επισκέφθηκαν –μετά από 44 χρόνια– για δύο μήνες την Ελλάδα. Αγαπούσαν πάντα την πατρίδα, τη νοσταλγούσαν, αλλά γνώριζαν ότι η Ελλάδα δεν μπορούσε να τον ικανοποιήσει επιστημονικά. Ένιωθαν σαν να είχε αποχωριστεί από ανάγκη ο προικισμένος γιος τη φτωχή μάνα, ώστε να αποκτήσει τα μέσα που χρειαζόταν το ξεχωριστό του τάλαντο, αναζητώντας τα εκεί που μπορούσε να τα προσφέρει ένα άλλο, μακρινό, αλλά φιλόξενο σπίτι.
Ο Παπανικολάου ξεχώριζε από τους άλλους επιστήμονες για το νιτσεϊκό υπόβαθρο της προσωπικότητάς του: ιεραποστολική προσήλωση, ακατάβλητη εργατικότητα, επιμονή και ακλόνητη αυτοπεποίθηση. Ήταν μονομερής και εξαιρετικά αυστηρός άνθρωπος, πρώτιστα όμως με τον εαυτό του. Έχοντας ορίσει τη δική του θέση στη ζωή και τον δικό του ξεχωριστό στόχο, συνέταξε με τρομερή πειθαρχία και σθένος όλες του τις φυσικές και πνευματικές δυνάμεις για την επιτυχία του σκοπού του.
Δεν επρόκειτο όμως για ιδιοτελή εγωκεντρικό σκοπό και για φιλάρεσκη φιλοδοξία. Αντίθετα, ο στόχος του ήταν υψηλής ηθικής αξίας και υπερέβαινε τις υλικές επιδιώξεις και την εφήμερη ατομική δόξα. Εκμηδενίζοντας τις ατομικές υλικές του ανάγκες, μαζί και τις συμβατικές κοινωνικές του υποχρεώσεις, αφοσιώθηκε πλήρως στην Επιστήμη, πιστεύοντας ότι αγωνιζόταν ακούραστα και ανιδιοτελώς για επιτεύγματα πανανθρώπινης αξίας. Αυτή είναι η διαφορά που τον καταξιώνει ηθικά σε σχέση με άλλους που έχουν παρόμοια μονομανία και μεταχειρίζονται κάθε μέσο γύρω τους για την επιτυχία του ιδιοτελούς σκοπού τους.
Ο Παπανικολάου εμπνεόταν από υψηλόφρονα αυτοπεποίθηση και γι’ αυτό εξέφραζε πάντα με ειλικρινή και ξεκάθαρο τρόπο τους όρους που απαιτούσε για τη συνεισφορά των άλλων στο έργο του. Ας έχουμε βέβαια υπόψιν ότι τέτοια απόκλιση από τα συνηθισμένα μέτρα κοινωνικής συμπεριφοράς δικαιώνεται μόνο όταν το έργο είναι τελικά επιτυχές. Αλλιώς καταδικάζεται ως άρρωστη ιδιοτροπία και αντικοινωνικότητα.
Ο Παπανικολάου –ευτυχώς για την ανθρωπότητα– πέτυχε στους επιστημονικούς του στόχους και μάλιστα στον μέγιστο βαθμό. Ξεκίνησε το 1917 με τη μελέτη του κολπικού επιχρίσματος των κατώτερων θηλαστικών και μετά επεκτάθηκε στον άνθρωπο (η ίδια η Μάχη αρχικά στάθηκε το πρώτο του «πειραματόζωο»). Συσχέτισε τη μελέτη των αποφολιδομένων κυττάρων με την καρκινοπάθεια του τραχήλου της μήτρας. Το 1928 δημοσίευσε την εργασία του για την έγκαιρη διάγνωση του καρκίνου με κυτταρολογική μέθοδο, αντί για την επικρατούσα τότε μέθοδο διάγνωσης μέσω επίπονης τομής, σώζοντας έτσι τις γυναίκες από μεγάλη ταλαιπωρία και σωματικό πόνο.
Αντιμετώπισε αρχικά τη δυσπιστία, μέχρι και τον σαρκασμό των συναδέλφων του. Δεν ήταν όμως από αυτούς που αμφιταλαντεύονται και λιγοψυχούν. Με τη Μάχη πάντα συμπολεμίστρια δίπλα του, έδειξε πόσο μαχητής ήταν και αυτός ο ίδιος. Συνέχισε να ερευνά, να δημοσιεύει και να κάμπτει σταδιακά τις αμφιβολίες των συναδέλφων του πείθοντάς τους με την ποιότητα της επιστημονικής του έρευνας. Από τη δεκαετία του 1940 και μετά κατάφερε να πετύχει τη μεταστροφή της επιστημονικής κοινότητας, καταλήγοντας στον αδιαμφισβήτητο πλέον επιστημονικό του θρίαμβο και στην καθολική αναγνώριση των ανακαλύψεών του.
Προτάθηκε δύο φορές για το Νόμπελ Ιατρικής, χωρίς όμως επιτυχία. Αυτή η άρνηση της Επιτροπής του Βραβείου εξηγήθηκε εκ των υστέρων με την υπόθεση ότι εκείνα τα χρόνια βραβευόταν όχι η διαγνωστική μέθοδος, αλλά μόνο η αποδεδειγμένη θεραπεία. Η αποτυχία να κατακτήσει το δάφνινο στεφάνι όμως δεν τον κατέβαλε. Συνέχισε την έρευνά του με την εργατικότητα εφήβου μέχρι και την τελευταία του πνοή, σαν να είχε μπροστά του άλλα τόσα χρόνια ζωής και έρευνας. Πέθανε μόλις είχε δεχθεί μια επίζηλη θέση στο Μαϊάμι της Φλόριντα, πηγαίνοντας να ιδρύσει εκεί ένα νέο και πρωτοποριακό Ερευνητικό Τεχνολογικό Ινστιτούτο.
Εξαιτίας αυτού του Έλληνα, οι γυναίκες σε όλο τον κόσμο μπορούν ανώδυνα, ακίνδυνα και σχετικά ανέξοδα να διαγνώσουν σε πρώιμο στάδιο τον καρκίνο της μήτρας. Η μέθοδος διάγνωσης του «Παπ-Τεστ», όπως το ονόμασαν οι Αμερικανοί, είναι σήμερα ο λόγος για τον οποίο σώζονται οι ζωές των μητέρων, των αδελφών, των συζύγων μας, των θυγατέρων μας. Δισεκατομμύρια ευγνωμονούσες γυναίκες σε όλο τον κόσμο μάλλον δεν γνωρίζουν ότι το πρώτο συνθετικό της λέξης «Pap-Test», σε μια από τις αρχαίες και κορυφαίες γλώσσες του κόσμου σημαίνει τον ορθόδοξο ιερέα. Στην περίπτωση του Γεωργίου Παπανικολάου, δηλώνει έναν αφοσιωμένο Έλληνα Ιερέα της Επιστήμης, προφανώς μακρινό απόγονο κάποιου άσημου παπα-Νικόλα.
Τα επιτεύγματα της ελευθερίας, Προσωπικότητες, Παπανικολάου Γ., Test Pap