
Μανώλης Ανδρόνικος
Μανόλης Ανδρόνικος (Προύσα 1919 – Θεσσαλονίκη 1992), αναδημοσίευση αποσπάσματος από το βιβλίο μου "Τα επιτεύγματα της ελευθερίας", Β.2.4. σελ. 90
Όταν ήμασταν παιδιά, όλοι μας κάποια στιγμή παίξαμε το παιχνίδι του "χαμένου θησαυρού". Ήταν συνήθως ένα αγαπημένο αντικείμενο που μας το έκρυψαν οι μεγάλοι για να έχουμε τη χαρά της ανακάλυψης. Γυρεύοντάς το μαθαίναμε τις άγνωστες γωνιές του σπιτιού και τους κρυψώνες του. Άλλες παρέες, με ερεθίσματα από την παιδική λογοτεχνία ή από τις ιστορίες των μεγάλων(1) μηχανεύονται αναζητήσεις σε σπηλιές και σε παλιά εγκαταλελειμμένα αρχοντικά, μήπως και εκεί βρεθεί το κρυμμένο χρυσάφι.
Ο Ανδρόνικος στάθηκε ένα πολύ τυχερό «παιδί». Ανακάλυψε πραγματικό και άφθονο χρυσάφι από νεκρικά στολίδια θαμμένα από αιώνες πριν στη Μακεδονική γη. Μαζί με τον χρυσό ανακάλυψε και τις αποδείξεις της ιστορικής συνέχειας του Έθνους των Ελλήνων. Κατέδειξε ότι η συλλογική μνήμη και οι ιστορικές πηγές δεν κάνουν λάθος: οι Μακεδόνες είναι ένα από τα ελληνικά φύλα. Οι αυτοαποκαλούμενοι απόγονοι του Ηρακλή έγραφαν, ζούσαν, ομόρφαιναν τη ζωή τους ως Έλληνες, λάτρευαν τους θεούς όλων των Ελλήνων, πέθαιναν και θάβονταν με τον ελληνικό τρόπο. Αυτό ακριβώς δηλώνουν τα ευρήματα στους τάφους που ανακάλυψε και γι’ αυτό το Έθνος τίμησε ξεχωριστά τον άνθρωπο που επιβεβαίωσε με τόσο επιστημονικά πειστικό τρόπο την ιστορική του συνοχή.
Ο Ανδρόνικος γεννήθηκε στην Προύσα από πατέρα Σάμιο και μητέρα Ίμβρια. Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή η οικογένειά του βρήκε καταφύγιο στα απελευθερωμένα χώματα της Νέας Ελλάδας(2) και εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη. Τα μακεδονικά χώματα που έγιναν η νέα του πατρίδα έκρυβαν επίσης και τους θησαυρούς που αυτός θα ανακάλυπτε αργότερα.
Η Αρχαιολογία είναι πολύ ιδιαίτερη επιστήμη η οποία βασίζεται στη βαθιά γνώση των πηγών της σύγχρονης και της αρχαίας γραμματείας. Απαιτεί σφαιρική γνώση της ιστορίας της τέχνης, των χρηστικών εργαλείων κάθε εποχής, των βασικών μέσων παραγωγής, των οικονομικών σχέσεων μέσα στην κοινωνία, του μηχανισμού και της ιστορίας του εμπορίου. Αξιώνει γνώσεις κοινωνικών και πολιτικών επιστημών σχετικά με τη λειτουργία των μηχανισμών κοινωνικής διαστρωμάτωσης, ακόμα και γνώση για την ψυχολογία του ατόμου.
Ο αρχαιολόγος πρέπει να συγκεντρώνει στο μυαλό του τη μέγιστη δυνατή εποπτεία τόσο του σύγχρονού του πολιτισμού όσο και των πολιτισμών του παρελθόντος. Μόνο έτσι μπορεί να ανασυνθέτει την ιστορική ζωή του συγκεκριμένου χώρου και της εποχής που μελετά. Πρέπει επίσης να μπορεί να διακρίνει από όλα τα κοινωνικά φαινόμενα, τι μένει ίδιο και τι αλλάζει, πώς και πότε.
Ο αρχαιολόγος οφείλει όχι μόνο να είναι πανεπιστήμων αλλά να διαθέτει και κάποιες ξεχωριστές ικανότητες τις οποίες απαιτεί η Αρχαιολογία: να έχει απέραντη υπομονή και επιμονή στην προσπάθειά του να συνθέσει με συνεκτικό και λειτουργικό τρόπο ένα χαοτικό σύνολο μικροευρημάτων, πάντα αποσπασματικό, πάντα ελλειμματικό και γι’ αυτό αινιγματικό. Να συναρμόζει ορθά τις αρχικά ασυνάρτητες μεταξύ τους ενδείξεις και να καταλήγει σε ερμηνεία συνεπή με τις πηγές και με τα φαινόμενα, να αρθρώνει δηλαδή μια θεωρία που να έχει λογική συνέπεια και αξιοπιστία. Στις περισσότερες περιπτώσεις ο αρχαιολόγος καταλήγει να θέσει περισσότερα νέα ερωτήματα από τις απαντήσεις που κατάφερε να δώσει στα παλαιότερα ερωτήματα.
Εκτός από την επιστημονικότητα μεθόδου, ο αρχαιολόγος απαιτείται να έχει και φαντασία, ώστε να ανασυνθέτει εικόνες χρησιμοποιώντας τις ελάχιστες προσλαμβάνουσες. Πολλές φορές θεωρεί πρώτος αυτός αντικείμενα, συμπεριφορές και κοινωνικές σχέσεις που δεν έχουν ακόμη εμφανιστεί ξανά μέχρι τη σύγχρονη εποχή. Χρειάζεται να σταματά με το ένστικτό του πάνω από το έδαφος όπου οι άλλοι προσπερνούν αδιάφορα, νιώθοντας –ενορατικά σχεδόν– ότι κάτι σημαντικό, ίσως πολύτιμο αλλά αφανές ακόμη, τον περιμένει κάτω από το χώμα για να του διηγηθεί την ιστορία του.
Με αυτά τα εφόδια ο αρχαιολόγος στοχεύει στο κατάλληλο σημείο, ορίζει τον χώρο της αναζήτησης και προσαρμόζει τη μέθοδό του. Αν έχει και τύχη, τότε μπορεί να συμβεί κάτι εξαιρετικά σπάνιο. Να είναι ο πρώτος που ξαναφέρνει στο φως κάτι που θάφτηκε με φροντίδα ή που ίσως πετάχτηκε αφρόντιστα από τον αρχαίο κάτοχό του. Αυτό το ελάχιστο εύρημα μπορεί να έχει τη δική του ατομική ιστορία, όμως κουβαλά πάντα και ένα κομμάτι –καμιά φορά τον πολύτιμο χαμένο κρίκο– της ιστορίας ενός τόπου. Γιατί τις περισσότερες φορές, κάτω ή πάνω από το χώμα έχει προηγηθεί ο αρχαίος τυμβωρύχος, ο ανυποψίαστος γεωργός, ο περαστικός καταστροφέας, ο φανατισμένος βάνδαλος, ο κατοπινός κάτοικος αλλά και ο βιαστικός εργολάβος.
Ο Ανδρόνικος είχε όλα όσα προαναφέραμε: τεράστια μόρφωση και επιστημοσύνη, ακατάβλητη επιμονή και υπεράνθρωπη υπομονή, στέρεη λογική, όπως επίσης φαντασία και ένστικτο. Είχε όμως και πολλή τύχη! Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή της Θεσσαλονίκης (1936-1940), υπηρέτησε ως φιλόλογος στο Διδυμότειχο (1941), αλλά με την Κατοχή έφυγε για να στρατευτεί στη Μέση Ανατολή, όπου υπηρέτησε στον Ελληνικό Στρατό ως λοχίας. Μετά τον πόλεμο εργάστηκε στη Σχολή Σχοινά της Θεσσαλονίκης και το 1949 διορίστηκε Επιμελητής Αρχαιοτήτων στην εφορεία Κεντρικής Μακεδονίας. Το 1952 έγινε καθηγητής Κλασικής Αρχαιολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο. Στο διάστημα 1954-1955 μετεκπαιδεύτηκε στην Οξφόρδη και το 1957 εξελέγη Υφηγητής της Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης με τη διατριβή «Λακωνικά ανάγλυφα». Το 1961 εκλέχθηκε Έκτακτος Καθηγητής της Β΄ Έδρας Αρχαιολογίας και από το 1964 έγινε Τακτικός Καθηγητής στην ίδια Έδρα, έτσι την ώρα της μεγάλης ανακάλυψης των μακεδονικών θησαυρών ήταν ήδη ένας κορυφαίος αρχαιολόγος και ακαδημαϊκός.
Δεν ήταν ο πρώτος που έσκαψε στη Βεργίνα, η οποία τότε ήταν ένα δυσπρόσιτο και φτωχό προσφυγοχώρι φιλόξενων κατοίκων, Ποντίων στην καταγωγή, με τους οποίους ο Ανδρόνικος και οι συνεργάτες του συνδέθηκαν με θερμή φιλία. Ο δάσκαλός του ο Κ. Ρωμαίος είχε ήδη ανασκάψει τον χώρο του Μακεδονικού Ανακτόρου, το οποίο βρισκόταν στην επιφάνεια κοντά στο χωριό. Κανείς όμως δεν συνέδεε τη Βεργίνα με την παλαιά πρωτεύουσα του Μακεδονικού Βασιλείου. Ο Ανδρόνικος ανέλαβε τη συνέχιση της ανασκαφής του χώρου από το 1952 και –με διακοπές– μέχρι το σημαδιακό 1977.
Με ό,τι καταπιανόταν ο Ανδρόνικος το μελετούσε με προσοχή και στην εντέλεια. Ερευνούσε λεπτομερειακά οτιδήποτε του επέτρεπε να καλύψει κενά στην αντίληψη του πράγματος που τον απασχολούσε. Ήταν άνθρωπος με ξεχωριστή επιμονή και δεν μετέθετε εύκολα την προσοχή του σε άλλο χώρο αν δεν ένιωθε επαρκή την υφιστάμενη έρευνά του. Εξαιτίας αυτής του της ιδιότητας, ένιωθε ότι το μνημειακό σε μέγεθος Ανάκτορο της Βεργίνας πρέπει να ήταν εξαιρετικά σημαντικό για τους Μακεδόνες. Αυτό μάλλον το είχαν σκεφτεί και άλλοι αρχαιολόγοι, οι οποίοι όμως δεν επέμειναν στη δημιουργική ανασύνθεση μιας φανταστικής, αλλά λογικά πειστικής εικόνας του όλου χώρου.
Σαν το λαγωνικό που με τις ασκημένες του αισθήσεις συλλαμβάνει τη φευγαλέα οσμή στον ελαφρύ αέρα, ξεχωρίζοντας ανάμεσα στα φυλλώματα που σείονται στον άνεμο το ένα μοναδικό φυλλαράκι που προδίδει την κίνηση του ζώου, διακρίνοντας μέσα στην παραλλαγή σχημάτων και χρωμάτων ένα ελάχιστο τμήμα από το περίγραμμα του θηράματος, έτσι ακριβώς λειτούργησε και το ένστικτο του Ανδρόνικου. Ξαναγύρισε στη μελέτη των αρχαίων πηγών και αντιλήφθηκε ότι, για σοβαρούς λόγους, η αρχαία πρωτεύουσα των Μακεδόνων οι Αιγές δεν πρέπει να βρισκόταν στη σημερινή Έδεσσα όπως θεωρούνταν τότε, αλλά στη θέση της σημερινής Βεργίνας, κοντά στο ανάκτορο που είχε ήδη ανασκαφεί. Με πίστη στην επιλογή του εστίασε τις έρευνες στη Βεργίνα και στις τούμπες που βρίσκονταν κοντά στο Ανάκτορο. Τελικά, η επιμονή του ανταμείφθηκε πλουσιοπάροχα.
Η πεποίθησή του για την ορθότητα της θεωρίας του, η σταθερότητά του για πολυετή έρευνα στον χώρο –παρά τις δύσκολες καιρικές συνθήκες και παρά τους υποτυπώδεις όρους διαμονής στο χωριό– αλλά και η καλή του τύχη, όλα συνέργησαν ώστε να έρθει στο φως μαζί με άλλους συλημένους τάφους, ένας άθικτος και εντυπωσιακά μεγαλοπρεπής τάφος. Λόγω του μεγέθους του, ανήκε καταφανώς σε κάποιον σημαντικό νεκρό· ίσως –όπως σίγουρα λαχτάρησε ο Ανδρόνικος– σε Μακεδόνα βασιλιά!
Με δυσκολία και με μεγάλη προσοχή, ώστε να μην καταστρέψει κάποιο υλικό ή να διαταράξει τη διάταξη των αντικειμένων εντός του ασύλητου χώρου, κατάφερε να εισέλθει στον τάφο από τα πλάγια, με την τεχνική των τυμβωρύχων. Έβλεπε με συγκίνηση πρώτος αυτός, μετά από χιλιάδες χρόνια σκότους και σιωπής, ό,τι με ξεχωριστή φροντίδα αποτέθηκε στον τάφο για να τιμά και να συντροφεύει τον νεκρό. Αντίκρισε πάμπολλα αντικείμενα, ακατάστατα, σκορπισμένα, φθαρμένα, ευτυχώς όμως άθικτα από τους ανθρώπους μετά από την ώρα που σφράγισε η πόρτα του τάφου. Ήταν η ιερή στιγμή που ονειρεύεται κάθε αρχαιολόγος.
Άρχισε αμέσως να επεξεργάζεται στο μυαλό του θεωρίες για την ταυτότητα του νεκρού. Δεν περίμενε φυσικά ο τάφος να έγραφε στο έμπα του: «Φίλιππος, Βασιλεύς Μακεδόνων», έτσι σαν δήλωση για τον κατοπινό επισκέπτη. Το μυστήριο έπρεπε να το λύσει ο ίδιος μόνος του. Τα σκόρπια κτερίσματα, τα θρυμμένα έπιπλα, η χρυσή λάρνακα, τα χρυσά φύλλα του στεφανιού, τα καμένα οστά, τα κρίσιμα για την ταυτοποίηση του νεκρού ελεφάντινα μικρόγλυφα κεφαλάκια, όλα αυτά χρειάζονταν να φωτογραφηθούν προσεκτικά και υπομονετικά, να καθαριστούν και να συναρμολογηθούν, ώστε με τη φαντασία και τη λογική να ανασυσταθεί το ταφικό σύνολο ενός νεκρού, ο οποίος ήταν φανερά ένας μεγάλος άρχοντας του καιρού του.
Μπορεί η ανακάλυψη του ασύλητου μεγαλοπρεπούς τάφου να ήταν ένας θρίαμβος εξυπνάδας και επιμονής, αλλά η αποτίμηση του ευρήματος, δηλαδή η χρονολόγηση και η αναγνώριση του νεκρού, ήταν ακόμα πιο δύσκολος αγώνας. Η ταυτοποίηση του νεκρού είναι σχεδόν πάντα ένας δυσεπίλυτος γρίφος. Αλλά σε τούτη την περίπτωση ο λύτης ήταν δυνατός και αποφασισμένος.
Αφού μελέτησε και αξιολόγησε τα ευρήματα με τη γνωστή του προσοχή στη λεπτομέρεια, ο Ανδρόνικος κατέληξε χωρίς μεγάλες αμφιταλαντεύσεις ότι επρόκειτο για τον Φίλιππο, τον μεγάλο σε κατακτητικό έργο και δύναμη βασιλιά των Μακεδόνων και πατέρα του μέγιστου των Ελλήνων. Τη θεωρία του την αμφισβήτησαν έντονα από την αρχή, ίσως γιατί μερικοί δεν μπορούσαν να δεχθούν ότι η Αρχαιολογία μπορεί να είχε σταθεί τόσο τυχερή. Η πιο σκληρή κριτική και η πιο φανατική απόρριψη ήρθαν από ορισμένους Έλληνες αρχαιολόγους. Η τότε «Εν Αθήναις Αρχαιολογική Εταιρεία», ο «Σύλλογος Ελλήνων Αρχαιολόγων» ακόμα και η «Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών», δεν τον συγχάρηκαν για τα ευρήματά του.
Η επιστημονική πληρότητα του Ανδρόνικου ήταν όμως τέτοια ώστε εξέθεσε την ολοκληρωμένη του άποψη με απόλυτη πειστικότητα. Αντιμετώπισε με θαυμαστή μετριοπάθεια την αντιγνωμία και ανασκεύασε την καλόπιστη αμφιβολία ενώ παρέβλεψε μεγαλόψυχα τη ζηλόφθονη αμφισβήτηση. Μόνο μια περιθωριακή μειοψηφία υποστηρίζει σήμερα ότι στη θέση του Φιλίππου του Β΄, του χωλού, καταπληγωμένου, ακατάβλητου βασιλιά (εικόνα ταιριαστή με την οστεολογική μελέτη των ευρημάτων), ίσως κείται ένας άλλος νεκρός Μακεδόνας βασιλιάς.
Ας δούμε τι είπε για τον Ανδρόνικο ο καταξιωμένος Βρετανός ιστορικός N. Hammond: «Στις πολλές επισκέψεις μου στη Βεργίνα θαύμασα την εκπληκτική δεινότητα του Ανδρόνικου και της ομάδας αρχαιολόγων και τεχνικών του, όπως και την τελειότητα των ερευνών τους υπό την καθοδήγησή του. Ήταν ο εξαιρετικός ανασκαφέας, μελετητής και ιστορικός τέχνης της γενιάς του, που ανέτρεψε άρδην την αντίληψή μας για την αρχαία Μακεδονία, σε τέτοιο βαθμό που ποτέ δεν θα υπάρξει όμοιός του. Όπως φάνηκε και από την επιστολή που μου έστειλε, ήταν ένας εξαιρετικά γενναιόδωρος συνάδελφος, ένας τολμηρός στοχαστής και άνθρωπος της δράσης, στον οποίο οι απανταχού μελετητές πρέπει να αισθάνονται βαθύτατο χρέος».
Ακόμα μεγαλύτερο χρέος προς τον Ανδρόνικο οφείλουν οι σημερινοί Έλληνες γιατί τους έδωσε μιαν απόδειξη της συνέχειας και της συνοχής της εθνικής τους ιστορίας. Και αυτή η συμβολή του έχει σήμερα τεράστια εθνική και πολιτική σημασία απέναντι σε αρπακτικούς επίβουλους σφετεριστές και υστερόβουλους κάπηλους της ιστορίας. Ο Ανδρόνικος στάθηκε ένα υπερτυχερό «παιδί». Χάρηκε το παιχνίδι της γνώσης, βρήκε τον "κρυμμένο θησαυρό", τον χάρισε στο Έθνος του και γι’ αυτό στο όνομά του αποδίδεται μέγιστη τιμή και ευγνωμοσύνη από όλους τους Έλληνες.
Υποσημειώσεις:
(1): Όπως «Οι περιπέτειες του Τομ Σόγιερ» του Μαρκ Τουέιν αλλά και οι αφηγήσεις για τις εγγλέζικες λίρες που χρηματοδοτούσαν το αντάρτικο και που ακόμη ψάχνουν οι λογής θησαυροθήρες.
(2): Η «Παλαιά» και η «Νέα Ελλάδα» είναι όροι της καθομιλουμένης που εμφανίστηκαν μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους, για να σηματοδοτήσουν αντίστοιχα τις περιοχές εντεύθεν κακείθεν του Ολύμπου, εκεί περίπου όπου έφτανε η Ελλάδα πριν την απελευθέρωση των νέων εδαφών.
Τα επιτεύγματα της ελευθερίας, Αρχαία ελληνική ιστορία, Αρχαιολογία, Ανδρόνικος Μ., Βεργίνα, Προσωπικότητες