Skip to main content

Α-πορούμε ώστε να πορευόμαστε.

Άπλετος - ετυμολογία

Το επίθετος "άπλετος" χρησιμοποιείται σχεδόν αποκλειστικά (και καταχρηστικά) με το ουσιαστικό "φως", το οποίο ως ρευστό -sic- που είναι, "χύνεται" προς όλες τις κατευθύνσεις. 

Άπλετος ετυμολογία (από Wictionary)

Άπλετος - ετυμολογία (από το forum lexilogia.gr)

Άπλετος - ετυμολογία (από LSJ)

Επιλέγω ακόμη την ετυμολογική ερμηνεία του Γιάννη Ουσταμπασίδη από την Ομάδα "Ετυμολογία" στο FB, η οποία μου φαίνεται εύλογη και ορθά τεκμηριωμένη:

Α στερητικό + θέμα πλε- του ρήματος πίμπλημι= γεμίζω + κατάληξη - τος των ρηματικών επιθέτων. Ο "αγέμιστος", αυτός που δεν είναι δυνατό να γεμίσει, γιατί έχει απεριόριστη και όχι πεπερασμένη χωρητικότητα, δεν έχει όρια, ο εν πλήρει αφθονία υπάρχων π.χ άπλετο φως. Το πίμπλημι έχει ένα ισχυρό θέμα πλη-, και ένα ασθενές πλα-, το οποίο με μετάπτωση γίνεται πλα- ( μετάπτωση= η μεταβολή φωνήεντος) ενός αρχικού θέματος, φέρω-->φόρος) . Η λέξη άπλετος έχει το ασθενές θέμα του πίμπλημι ( πλα- κατά μετάπτωση -> πλε-). Το ρήμα πίμπλημι σχηματίζεται από το ισχυρό θέμα πλη- με ενεστωτικό αναδιπλασιασμό( επανάληψη αρχικού συμφώνου με ένα ι---> πι και με την προσθήκη του ευφωνικού μ γίνεται πί- μ-πλη- μι(κατάληξη ρημάτων β συζυγίας). Ομόρριζα : έμπλεως, πλήθος, πλήρης, πλησμονή (αφθονία, πληθώρα,το ξεχείλισμα) πλέθρον, άπληστος, και πιθανώς το πλημμύρα ( πλήμη ή πλήμμη , μεταγενέστεροι τύποι του πλήσμη = φούσκωμα υδάτων < πίμπλημι).

 

Στις υπόλοιπες ερμηνείες των μελών της Ομάδας "Ετυμολογία", μπορείτε να παρατηρήσετε πώς μπορεί κανείς να κάνει τα εύκολα-δύσκολα χάριν εντυπωσιασμού ή και απλά λόγω σύγχυσης, όταν λείπει η ευθυκρισία, η αίσθηση αναλογίας και η αφαιρετική σκέψη που απορρίπτει το έλασσον εστιάζοντας στο μείζον.

 

Ετυμολογία, Λέξεις-Φράσεις