
Νίκος Καζαντζάκης, o παγκόσμιος, ο Κρης.
Αναδημοσίευση από το βιβλίο μου Τα Επιτεύγματα της Ελευθερίας των Ελλήνων (filomatheia.info), Β.5.4. σελ. 156.
ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ (Ηράκλειο 1883 – Φράιμπουργκ 1957)
Ο Καζαντζάκης είναι ίσως ο πιο πολυδιαβασμένος και παγκόσμια γνωστός Έλληνας συγγραφέας[1], κυρίως λόγω των διάσημων μυθιστορημάτων του και εξαιτίας της πολύ ιδιαίτερης φιλοσοφικής και κοινωνικής του τοποθέτησης.
Όσο διάσημος είναι άλλο τόσο παραμένει ένας αμφιλεγόμενος συγγραφέας και στοχαστής. Ταξίδεψε πολύ και γνώρισε τον κόσμο σε πλάτος και σε βάθος, καταγράφοντας στο έργο του ετερόκλητες φιλοσοφικές, θρησκευτικές και ιδεολογικές απόψεις. Παρά την τεράστια διεθνή εμπειρία του και την ενσωμάτωση στο έργο και στη σκέψη του σχεδόν του συνόλου της παγκόσμιας διανόησης του καιρού του, ο ίδιος παραδεχόταν –και συνάμα καυχιόταν– ότι έμεινε στη ζωή του πάντα Κρητικός. Τα έργα του είναι άλλωστε γεμάτα χαρακτήρες που έχουν πηγαίο θαυμασμό για τη ζωή και μαζί διακατέχονται από συναισθηματική ένταση, έτσι όπως οι συντοπίτες του Κρητικοί βιώνουν έντονα την ομορφιά και την ασχήμια, τη χαρά και τη λύπη, τη ζωή και τον θάνατο.
Γεννήθηκε στο Ηράκλειο πριν την απελευθέρωση και ο ψυχισμός του ζυμώθηκε με τις ιστορίες και τα βιώματα των ξεσηκωμών, των σφαγών και της λαχτάρας για Ένωση της Κρήτης με το σώμα της Μητέρας Πατρίδας. Ο πατέρας του ήταν έμπορος γεωργικών προϊόντων και πραγματικό αρχέτυπο του Κρητικού πατριάρχη: αυταρχικός, λιγομίλητος, παντοδύναμος, απροσπέλαστος, έτσι όπως τον ανέπλασε ο γιος στο μυθιστόρημά του «Ο Καπετάν Μιχάλης». Παρά την προτίμηση για έναν γιο κατά το πατροπαράδοτο πρότυπο της κρητικής λεβεντιάς (σφρίγος σωματικό, έντονο θυμικό, άμεση και δραστήρια συμμετοχή στην πράξη της ζωής), ο πατέρας αναγνώρισε γρήγορα στον γιο την ξεχωριστή κλίση στα γράμματα και στον στοχασμό. Γενναιόδωρα, του παρείχε τα μέσα για να μορφωθεί όπως του άξιζε.
Αφού ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές στο Ηράκλειο, γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών απ’ όπου αποφοίτησε με άριστα το 1906. Έφυγε για μεταπτυχιακές σπουδές στο Παρίσι το 1907, όπου του δόθηκε η ευκαιρία να παρακολουθήσει για δύο χρόνια τις διαλέξεις του διάσημου φιλόσοφου Ανρί Μπεργκσόν, ο οποίος επηρέασε αποφασιστικά το έργο του Καζαντζάκη. Γυρίζοντας στην Ελλάδα το 1909, τύπωσε στο Ηράκλειο τη διατριβή του «Ο Φρειδερίκος Νίτσε εν τη Φιλοσοφία του Δικαίου και της Πολιτείας». Ο Νίτσε έγινε έτσι ο δεύτερος μεγάλος φιλόσοφος που επηρέασε βαθιά τον στοχασμό του Καζαντζάκη. Από το 1910 εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Αθήνα και το 1911 παντρεύτηκε τη Γαλάτεια Αλεξίου, από την οποία όμως χώρισε το 1926. Αργότερα, το 1946, παντρεύτηκε την Ελένη Σαμίου.
Στα χρόνια μέχρι τη συγγραφή της «Ασκητικής» (1922-23) ασχολήθηκε με μεταφράσεις και εμφανίστηκε στα γράμματα του καιρού του ως δημοτικιστής (ήταν ιδρυτικό μέλος του «Εκπαιδευτικού Ομίλου») με αξιοσημείωτη παρουσία σε περιοδικά («Νουμάς», «Νέα Ζωή», «Γράμματα») και σε εφημερίδες («Ακρόπολις»). Πέτυχε να διακριθεί επίσης σε λογοτεχνικούς διαγωνισμούς (το 1907 στον Παντελίδειο Διαγωνισμό με το δράμα «Ξημερώνει», καθώς και στον Λασσάνειο Διαγωνισμό με την τραγωδία «Θυσία»).
Κομβικό γεγονός για τη ζωή του ήταν η γνωριμία το 1914 με τον Άγγελο Σικελιανό, με τον οποίο συνδέθηκε με βαθιά φιλία. Γύρισαν μαζί όλη την Ελλάδα. Επισκέφτηκαν το Άγιον Όρος, καθώς και τις πόλεις και τους τόπους που συνδέονταν με το αρχαίο κλέος, σε μια σχεδόν μυστικιστική –κατά τη κλίση του Σικελιανού– πνευματική επαφή με την Ελληνική Ιστορία.
Το 1919 ο Καζαντζάκης έζησε επίσης άμεσα το δράμα των ομογενών Ελλήνων, όσων κατά τα χρόνια των μεγάλων πολέμων στις αρχές του 20ου αιώνα ζούσαν ακόμη σε επικίνδυνους τόπους. Ο Βενιζέλος τον διόρισε Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Περιθάλψεως, με αποστολή τον επαναπατρισμό των Ελλήνων της περιοχής του Καυκάσου, οι οποίοι βρέθηκαν έρμαιο των βίαιων ανακατατάξεων που ακολούθησαν τη Ρωσική Επανάσταση. Ήταν πληθυσμοί Ποντίων που κατέφυγαν στη Ρωσική επικράτεια για να γλυτώσουν τις σφαγές και τους διωγμούς των Νεότουρκων μετά το 1914, αλλά και ντόπιοι Πόντιοι ριζωμένοι από γενιές στην Κολχίδα. Παρά την αποκοπή τους από το κύριο σώμα του Ελληνισμού μετά την Άλωση, αυτοί οι πληθυσμοί εξακολουθούσαν να διατηρούν ατομικά και συλλογικά την πεποίθηση της κοινής τους Ελληνικής ταυτότητας. Ο Καζαντζάκης, σαν άλλος Μωυσής, εργάστηκε ακούραστα για να τους επαναπατρίσει με ασφάλεια στην αρχαία κοιτίδα της Φυλής.
Το λογοτεχνικό έργο που του χάρισε παγκόσμια φήμη ήταν το μυθιστόρημα στο οποίο αφηγείται τη γνωριμία και την περιπέτειά του το 1917 με τον εργάτη Γιώργη Ζορμπά. Μαζί με τον Ζορμπά (Αλέξη στο μυθιστόρημα), έναν λαϊκό άνθρωπο που συμπυκνώνει μέσα του τις ακατέργαστες αρετές και τις αδυναμίες του αιώνιου και παγκόσμιου ανθρώπου, απασχολήθηκαν οι δυο τους σε μια ουτοπική και εξαρχής οικονομικά καταδικασμένη προσπάθεια εκμετάλλευσης ενός λιγνιτωρυχείου στη Μάνη (στο μυθιστόρημα το σκηνικό είναι η νότια Κρήτη).
Το πιο αντιπροσωπευτικό του έργο και αληθινή βίβλος της κοσμοθεωρίας του είναι η «Ασκητική», με πρώτη γραφή το 1922 και τελευταία το 1944. Εκεί συμπυκνώνονται οι εμπειρίες ζωής και η προσωπική του φιλοσοφία, όπως αυτές διαμορφώθηκαν από την αφομοίωση των μεγάλων φιλοσοφικών ρευμάτων του καιρού και από τους εξαντλητικούς εσωτερικούς του διαλογισμούς (το ασκητικό ιδεώδες).
Ήταν επίσης εξαιρετικός ταξιδιωτικός συγγραφέας. Γνώρισε σε βάθος τα μεγάλα έθνη και τους πολιτισμούς τους και στα έργα του με τίτλο «Ταξιδεύοντας»[2] προσπάθησε να αναλύσει, να κατανοήσει και να περιγράψει τον πολιτισμό και την ψυχοσύνθεση των λαών των χωρών που επισκέφτηκε.
Όντας ανήσυχο πνεύμα και ακαταπόνητος, καταπιάστηκε και με πολλά άλλα λογοτεχνικά είδη όπως τη δοκιμιογραφία, το παιδικό μυθιστόρημα, το θέατρο, τις μεταφράσεις (έργα των Νίτσε, Δαρβίνου, Μπεργκσόν, τη «Θεία Κωμωδία» και κατόπιν την «Ιλιάδα» –σε συνεργασία με τον Ι. Κακριδή).
Mολαταύτα, ο ίδιος θεωρούσε τον εαυτό του πρωτίστως ποιητή, με αντιπροσωπευτικότερο έργο του την επική σύνθεση «Οδύσσεια» (α΄ έκδοση το 1938), ένα τεράστιο έργο με 33.333 ανομοιοκατάληκτους 17σύλλαβους στίχους, χωρισμένους σε 24 ραψωδίες. Το έργο θεωρείται παρέκκλιση από τη συγγραφική κανονικότητα, λόγω της ιδιαιτερότητας του λογοτεχνικού είδους, του μεγέθους, αλλά και των 7.500 αθησαύριστων λέξεων[3].
Το παγκόσμιο αναγνωστικό κοινό αναγνωρίζει τον Καζαντζάκη κυρίως ως συγγραφέα μυθιστορημάτων. Εκτός από τον «Ζορμπά» (1944) και τον «Καπετάν Μιχάλη» (1950), τα μεγάλα του μυθιστορήματα είναι «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται» (1948), «Ο τελευταίος πειρασμός» (1951), «Ο φτωχούλης του Θεού» (1953), «Οι Αδερφοφάδες» (1955), καθώς και το αυτοαναφορικό, αφηγηματικό «Αναφορά στον Γκρέκο» (1957). Οι βασικοί χαρακτήρες σε αυτά τα μυθιστορήματα είναι αδροί και ρωμαλέοι (ο Καζαντζάκης είναι λογοτεχνικός Μιχαηλάγγελος, όχι Ραφαήλ), τανύζονται από πρωτόγονα πάθη, διαπνέονται από το αποστολικό νόημα της ζωής, τείνουν προς το απόλυτο.
Αυτό είναι το διαλεκτικό μοτίβο σε όλο το έργο του Καζαντζάκη: δεν μπορεί να διαλέξει ο ίδιος μια σταθερή πορεία χαραγμένη από τη φιλοσοφία ή τη θρησκεία, η οποία να καταλήγει σε έναν αθέατο ίσως ακόμη, αλλά πάντως στοχαστικά καθορισμένο τόπο. Σε κάθε βήμα απορεί για το πού βρίσκεται και πού πάει.
Θαυμάζει τον πρωτογονισμό του Ζορμπά, την αμεσότητα με την οποία ζει τη ζωή, το ολόψυχο δόσιμό του στη δράση. Αλλά το ιδανικό του ανθρώπου, «να κάμει τη σάρκα πνέμα», δεν το πραγματώνει κανείς με τον ατομικιστικό υλισμό του Ζορμπά. Αυτός ζει ηρωικά σε έναν χρόνο χωρίς μεγάλες διαστάσεις. Η μνήμη και ο σχεδιασμός του συνδέονται με την ηδονή της δράσης, όχι του στοχασμού. Δεν ενδιαφέρει τον Ζορμπά η έλλογη φραστική επικοινωνία με τους ανθρώπους. Όταν κάτι τον τυραννά ή τον ευφραίνει, τότε «το χορεύει». Αδιαφορεί για οτιδήποτε συλλογικό, ταξικό, ιδεολογικό. Έχει προσπεράσει τους συλλογικούς μύθους που λέγονται θρησκεία, πατρίδα, πολιτική, όχι γιατί τους κατάλαβε, αλλά γιατί δεν τους καταλαβαίνει.
Στον αντίποδα είναι το «αφεντικό», ο ουτοπιστής κεφαλαιούχος στον οποίο απεικονίζεται ο ίδιος ο συγγραφέας. Αυτός βρίσκεται αγκιστρωμένος από τη λογική, δέσμιος του αναστοχασμού και της πρόβλεψης, σε ατέρμονη αναζήτηση νέας πορείας· μένει έτσι πάντα μετέωρος και βασανιστικά αναποφάσιστος.
Ο Καζαντζάκης θέλγεται από τους μεγάλους ιδρυτές θρησκείας και ιδεολογίας (Βούδας, Χριστός, Λένιν, όπως τους κατονομάζει), αλλά δεν μπορεί να αποφασίσει ποια «θρησκεία» –ακόμα και δικής του έμπνευσης– να ακολουθήσει με συνεπή τρόπο. Ρωτά ξανά και ξανά στα έργα του: σώζονται όλοι οι άνθρωποι μαζί ή ο καθένας ξεχωριστά; Σώζει ο Θεός τον άνθρωπο ή ο άνθρωπος τον Θεό; Ή μήπως σώζονται μαζί; Τα ίδια τα ερωτήματα αλλά και η αντιφατικότητά τους, δείχνουν τον εξόχως δημιουργικό αλλά ακατάληκτο στροβιλισμό του πνεύματός του γύρω από ένα πυρήνα βασικών υπαρξιακών ερωτημάτων.
Ως μεγάλος συγγραφέας όμως θαυμάζεται παγκοσμίως για την ευρυμάθειά του, για τις πλούσιες ιδέες και για τα ποικίλα ρεύματα που εμπεριέχει το έργο του. Είναι σαν να συνθέτει επιβλητικά ψηφιδωτά με αναρίθμητες ψηφίδες διαφόρων πολιτισμών. Ο θεατής θαυμάζει τοπικά την ιδιαιτερότητα, την πρωτοτυπία και τη δραματικότητα, στοιχεία τα οποία όμως καταλήγουν σε απορία –ίσως άλλωστε αυτό να επιδιώκεται. Παρά την εντυπωσιακή σε μέγεθος κατασκευή, την πολυχρωμία και την ποικιλία των ψηφίδων, λείπει τελικά η καινοτομία, η πρόοδος στη σύλληψη, η κατάληξη σε κάποιο συνεκτικό νόημα. Η εντυπωσιακά εμβριθής γνώση και η επίμοχθη προσπάθεια, οδηγούν σε επαναλαμβανόμενα μοτίβα, σε ένα σύνολο κατώτερο της αρχικής φιλοδοξίας. Αφού κανείς κατά τη νεανική ηλικία γοητευτεί διαβάζοντας τα έργα του Καζαντζάκη, αφού βασανιστεί δημιουργικά με τα ερωτήματα που θέτει, το πιθανότερο είναι να μην τα περιδιαβεί ξανά στην ώριμή του ηλικία.
Γι’ αυτή πάντως την πολύ ξεχωριστή και ιδιοφυή συνεισφορά στην παγκόσμια λογοτεχνία, ο Καζαντζάκης προτάθηκε εννέα φορές για το Νόμπελ Λογοτεχνίας. Είναι όμως βέβαιο ότι η αμφιλεγόμενη προσωπικότητα προκαλούσε λυσσαλέες αντιδράσεις ενάντια στην υποψηφιότητά του, εντός και εκτός Ελλάδας. Η τελική αποτυχία του να βραβευθεί ενδεχομένως δεν έχει τόσο σχέση με την αποτίμηση της λογοτεχνικής του αξίας όσο με τις διφορούμενες διαστάσεις της προσωπικότητάς του.
Στάθηκε ιδεολογικά με συμπάθεια προς τις σοσιαλιστικές ιδέες. Όπως και άλλοι κορυφαίοι φιλόσοφοι, διανοούμενοι και λογοτέχνες του καιρού, έβλεπε και αυτός με ενθουσιασμό –και κάποιον ρομαντισμό– το σοβιετικό πείραμα αναθεμελίωσης του συνόλου του ανθρώπινου πολιτισμού σε νέα βάση. Δεν μπορεί όμως να θεωρηθεί καθαρόαιμος μαρξιστής.
Η σχέση του με την Ορθόδοξη Εκκλησία δηλητηριάστηκε πάντως όχι για κάποιες από τις αριστερές του ιδέες, αλλά περισσότερο από τον τρόπο που αναπαριστούσε τους εκπροσώπους της Εκκλησίας στα έργα του –όπως π.χ. στον «Καπετάν Μιχάλη», όπου θεωρείται ότι προβάλλεται ασύμμετρα και βλάσφημα η κοσμική πλευρά της Εκκλησίας. Σκανδαλώδης θεωρήθηκε φυσικά και ο τονισμός της ανθρώπινης αντί της θείας διάστασης του Χριστού –όπως περιγράφεται π.χ. στον «Τελευταίο Πειρασμό». Ξεκινώντας ήδη από την κριτική που δέχθηκε για την «Ασκητική», η σχέση του με την Εκκλησία οξύνθηκε σε τέτοιο βαθμό τη δεκαετία του ’50, ώστε απειλήθηκε ο αφορισμός του από την Ελλαδική Εκκλησία, στον οποίο όμως δεν συναίνεσε το Οικουμενικό Πατριαρχείο, το οποίο είχε και τη σχετική δικαιοδοσία[4]. Η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία αντίθετα συμπεριέλαβε τον «Τελευταίο Πειρασμό» στο –καταργηθέν πλέον– «Index Librorum Prohibitorum»[5].
Ο Καζαντζάκης είχε εγκατασταθεί ως αυτοεξόριστος στην Αντίμπ της Νότιας Γαλλίας (από το 1946), αφού είχε αποτύχει τον Μάρτιο του 1945 –για δύο ψήφους– να εκλεγεί στην Ακαδημία της Αθήνας. Από εκεί συνέχισε με εργώδη ρυθμό –«μέχρι να προλάβει ν’ αδειάσει» όπως έλεγε– τη συγγραφή των μυθιστορημάτων του και την αδιάκοπη φιλοσοφική του αναζήτηση.
Έφυγε οριστικά από τη ζωή στα 74 του χρόνια σε νοσοκομείο της Γερμανίας, επιστρέφοντας από ταξίδι στην Κίνα (μάλλον προσβλήθηκε εκεί από ασιατική γρίπη). Λόγω της αντίθεσης της Εκκλησίας, δεν ενταφιάστηκε σε ορθόδοξο νεκροταφείο και η σορός του εναποτέθηκε στην Τάπια Μαρτινέγκο, πάνω στα βενετσιάνικα τείχη του Ηρακλείου. Όπως το ζήτησε, στον τάφο του χαράχθηκε η επιγραφή, «Δεν ελπίζω τίποτα, δε φοβούμαι τίποτα, είμαι λέφτερος».
Ο Αλέξης Μινωτής έγραψε γι’ αυτόν: «Έβαλε τον εαυτό του κάτω εξήντα χρόνια μοναξιάς, τον έστιψε κι έβγαλε την καλύτερη σταγόνα που έχουμε. Κι αν ακόμη αρνηθείς όλο του το έργο, μένει ο ίδιος ο άνθρωπος». Σωστά. Από τον Καζαντζάκη που με την οικουμενική του ματιά γνώριζε όσο λίγοι διανοητές της εποχής τον παγκόσμιο πνευματικό πολιτισμό, από τον άνθρωπο που με το σώμα του ταξίδεψε στις χώρες άλλων μεγάλων πολιτισμών, αλλά που με τον νου του γύρισε τον κόσμο όλο, μένει στο τέλος ο άνθρωπος σκέτος, με την μία και μοναδική ταυτότητα: αυτή του Κρητικού.
Δεν έπαυε να εξομολογείται και το περιγράφει επακριβώς στην «Αναφορά στον Γκρέκο», ότι μία από τις μεγαλύτερες συγκινήσεις της ζωής του ήταν όταν ως 15χρονος νέος πήγε το 1898 μαζί με τον πατέρα του να δει τον Πρίγκιπα Γεώργιο –«το Βασιλόπουλο της Ελλάδας», όπως έγραφε– να αποβιβάζεται στην Κρήτη, για να αναλάβει με την εντολή των ξένων δυνάμεων Ύπατος Αρμοστής του Νησιού.
Ήταν η μέρα που περίμεναν αμέτρητες γενιές Κρητικών αγωνιστών της Ένωσης, από τον καιρό των Βενετσιάνων. Η Κρήτη ευτύχησε γιατί τη μεγάλη αυτή αναστάσιμη στιγμή την απαθανάτισε στο έργο του ένα από τα πιο προικισμένα και αγαπημένα της τέκνα.
Το επίτευγμα της ανάκτησης της ελευθερίας των Κρητικών ενέπνευσε το έργο του Καζαντζάκη και επέτρεψε να γίνει τόσο μεγαλόπνοο ώστε να αγκαλιάσει τον κόσμο όλο.
Σημειώσεις:
[1]: Σε αυτό έχει παίξει ρόλο και η επιτυχία της κινηματογραφικής μεταφοράς του έργου του «Ο Βίος και η Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά» (1964), σε σκηνοθεσία του Μ. Κακογιάννη, μουσική του Μ. Θεοδωράκη και με πρωταγωνιστή τον Α. Κουίν.
[2]: Χρονολογία της εκάστοτε α΄ έκδοσης: Ισπανία-Ιταλία-Αίγυπτος-Σινά (1927), Ρουσία (1928), Ισπανία (1937), Ιαπωνία-Κίνα (1938), Αγγλία (1941).
[3]: Κατηγορήθηκε γι’ αυτό για λεξιπλασία. Αυτός όμως υποστήριζε ότι έγραψε μόνο τις λαϊκές λέξεις που άκουσε γυρίζοντας ανά την Ελλάδα.
[4]: Η Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Κρήτης υπάγεται στο Οικουμενικό Πατριαρχείο.
[5]: Ο περίφημος κατάλογος των απαγορευμένων βιβλίων που κρίθηκαν από την Παπική Εκκλησία είτε αιρετικά είτε επικίνδυνα για την ηθική. Ως επίσημος κατάλογος αναρτήθηκε το 1560 και καταργήθηκε το 1966.